2152 - Υποκειμενική αναφορά της σύλληψης της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας

N. Lygeros

Ένας άλλος ιστορικός τρόπος να εξετάσουμε τη συμβολή των ανθρώπων στη σύλληψη της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, είναι να αναλύσουμε τη διάλεξη του Albert Einstein στο Πανεπιστήμιο του Kyoto το 1922, δηλαδή ένα χρόνο μετά την απονομή του βραβείου Nobel. Βέβαια, αυτό το κείμενο είναι μία υποκειμενική αναφορά που έχει αξία μόνο και μόνο αν θεωρούμε ότι ο Albert Einstein είναι ένας ηθικός άνθρωπος, πράγμα το οποίο πιστεύουμε.

Η αναφορά στη σύλληψη της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας αρχίζει ως εξής:
«Την πρώτη ιδέα για τη διατύπωση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας τη συνέλαβα 2 χρόνια αργότερα, το 1907. […] Το 1907 ο Johannes Stark μού ζήτησε να γράψω μια μονογραφία σχετικά με την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας για το περιοδικό Jahrbuch Der Radioaktivitat. Ενώ έγραφα το άρθρο, συνειδητοποίησα ότι όλοι οι νόμοι της Φυσικής μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν μέσα στα πλαίσια της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας, εκτός από τη βαρύτητα. Θέλησα ν’ ανακαλύψω την αιτία του γεγονότος αυτού, πράγμα που δεν πέτυχα εύκολα.»

Με αυτήν την αναφορά συνειδητοποιούμε ότι η γνωστική γενίκευση δεν ήταν ούτε φυσιολογική ούτε εύκολη. Βλέπουμε επιπλέον και το καταλυτικό αίτημα του Johannes Stark, για την εξέλιξη της σκέψης του Albert Einstein, ο οποίος συνεχίζει:
«Δυστυχώς δεν μπόρεσα να λύσω το πρόβλημα πλήρως εκείνο τον καιρό. Χρειάστηκα ακόμα 8 χρόνια ώστε να καταλήξω στην τελική λύση. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού παρήγαγα μόνο μερικές λύσεις του προβλήματος.» Και επισημαίνει:
«Το να περιγράφει κανείς τους φυσικούς νόμους χωρίς να χρησιμοποιεί τη Γεωμετρία, είναι σαν να προσπαθεί να εκφράσει τη σκέψη του χωρίς λέξεις.»
«Το πρόβλημα αυτό δεν μπόρεσα να το αντιμετωπίσω μέχρι το 1912, όταν σκέφτηκα πως ίσως η θεωρία των επιφανειών του Karl Friedrich Gauss οδηγούσε στη λύση. Αρχικά, αντιλήφθηκα ότι οι επιφανειακές συνιστώσες του Gauss ήταν καλύτερες για την κατανόηση του προβλήματος. Μέχρι τότε δεν γνώριζα ότι ο Bernhard Riemann (μαθητής του Gauss) είχε θεμελιώσει τη Γεωμετρία σε νέες βάσεις. Κατά τύχη θυμήθηκα τα μαθήματα Γεωμετρίας των φοιτητικών μου χρόνων στη Ζυρίχη, με καθηγητή τον Karl Friedrich Geiser, ο οποίος μας είχε αναπτύξει τη θεωρία του Gauss. Έτσι, σύντομα συνειδητοποίησα ότι ο τρόπος θεμελίωσης της Γεωμετρίας είναι άμεσα συσχετισμένος με το φυσικό περιεχόμενο του προβλήματος.»

Κατά συνέπεια, ο πρώτος έμμεσος δάσκαλος του Albert Einstein στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας ήταν ο δάσκαλός του στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, ο Karl Friedrich Geiser. Και ο Albert Einstein χρησιμοποίησε τη θεωρία του Gauss, και μετά τη θεωρία του Riemann εφόσον ήρθε σ’ επαφή με τον φίλο του:
«Όταν επέστρεψε στη Ζυρίχη, από την Πράγα, ο φίλος μου και μαθηματικός Marcel Grossmann με ενημέρωσε για όλες τις εξελίξεις που είχαν συμβεί στα μαθηματικά όταν εγώ εργαζόμουν στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη, όπου φυσικά ήταν δύσκολο να προμηθεύομαι μαθηματικά άρθρα. Στην αρχή, μου μίλησε για την εργασία του Curbasto Gregorio Ricci και αργότερα για την εργασία του Riemann.»
Αυτό αποδεικνύει και άμεσα το επίπεδο του Einstein και έμμεσα τη γρήγορη εξέλιξη αυτού του μαθηματικού τομέα.
«Συζήτησα μαζί του το ενδεχόμενο να λύνεται το πρόβλημα χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Riemann, ή με άλλα λόγια χρησιμοποιώντας την έννοια της αμεταβλητότητας των γραμμικών στοιχείων.»

Με αυτά τα νέα στοιχεία έγραψε για πρώτη φορά για τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας.
«Έτσι, παρουσιάσαμε μια ανακοίνωση σχετική με το θέμα το 1913, αν και δεν μπορούσαμε να πάρουμε τις σωστές εξισώσεις για τη βαρύτητα. Στη συνέχεια μελέτησα περισσότερο τις εξισώσεις του Riemann, προσπαθώντας να βρω γιατί οι δικές μας λύσεις παρουσίαζαν απόκλιση.»

Με αυτά τα λεγόμενα από πρώτο χέρι, μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο σημαντική ήταν η συμβολή του Marcel Grossmann.
«Ύστερα από 2 χρόνια σκληρής προσπάθειας, ανακάλυψα ότι είχα κάνει λάθος στους υπολογισμούς μου. Έτσι, επιστρέφοντας στην αρχική μου εξίσωση και χρησιμοποιώντας τη θεωρία της αμεταβλητότητας (Invariance Theory), προσπάθησα να διατυπώσω τις σωστές εξισώσεις. Πραγματικά αυτό το πέτυχα μέσα σε δύο εβδομάδες.»
Εδώ έχουμε άλλη μία απόδειξη της δυσκολίας της εύρεσης του αρμόδιου μαθηματικού εργαλείου αλλά και της αποτελεσματικότητάς του.