2466 - Η αυλή του κενού

N. Lygeros

Κοίταζα τις πέτρες που του είχαν πετάξει. 
Ήταν όλες αιχμηρές και σπασμένες 
όπως τις ήθελε η αυλή του κενού. 
Το πρόσωπό του ήταν γαλάζιο 
ακόμα και ματωμένο από την κοινωνία. 
Τον άκουγα κι ένιωθα τις πληγές του πάθους 
πάνω στις λέξεις της σιωπής του. 
Ήταν πια τυφλός κι έβλεπε καλύτερα τους ανθρώπους.