2654 - Ο βασιλικός και η πέτρα

N. Lygeros

Δεν ήταν ένα παραδοσιακό κουτούκι, είχε μόνο τα γλυκά της ζωής χωρίς τις πίκρες. Εκεί μπήκαν τέσσερις χαμένες ψυχές, τέσσερις ξεχασμένοι άνθρωποι, ορφανά περιστέρια που έψαχναν ένα κομμάτι ζάχαρη. Τους είχε φέρει εκείνη που είχε ξεπεράσει την προσφυγιά και που τόσο λάτρευε τα πορτοκάλια. Ήθελε να σπάζουν οι μύτες τους εκεί που έσταζε το τριαντάφυλλο της ψυχής. Όταν είδαν τα παραδοσιακά γλυκά, κατάλαβαν ότι το κουτούκι της πέτρας και του βασιλικού θα ήταν πια το στέκι τους. Και κάθε φορά που θα το είχαν ανάγκη, η ζωή θα τους έφερνε εκεί που οι φίλοι μοιράζουν τα κουτάλια του γλυκού. Άκουσαν και τη μουσική που έλεγε για τα παλιά ωραία χρόνια που ’χες λουλούδια μες στην καρδιά. Όμως εκεί ήταν μόνο οι φίλοι της μοναξιάς, οι πέτρες δίχως δαχτυλίδια, οι πολύτιμες σιωπές. Στην αρχή, η κουβέντα δεν ήταν και τόσο σημαντική, όπως σε όλες τις παρέες. Όμως μετά από τα γλυκά, οι λέξεις πήραν νόημα και άλλαξαν τα βλέμματα. Δεν ήταν πια μία τυπική παρέα που γονάτιζε για να καθίσει. Ήταν τέσσερις άνθρωποι που ήθελαν να μοιράσουν ένα κομμάτι του χρόνου, που ήθελαν ν’ ανήκουν στο ίδιο ψηφιδωτό της ανθρωπότητας. Μέσα από το κέρασμα βγήκε η ανθρωπιά της μοναξιάς και της ανάγκης. Κάθε ψυχή είχε φτερά, όμως μερικά ήταν σπασμένα από την κοινωνία που είχε απαγορεύσει το γαλάζιο του ουρανού. Μέσα στο κουτούκι δεν ακουγόταν πια ο θόρυβος του ανούσιου. Ο καθένας ήθελε ν’ ακούσει τον άλλο για να πάρει τις αποφάσεις της ζωής του. Δεν ήταν πια θέμα χρόνου. Ο πόνος ήταν πιο γλυκός με τους φίλους της μοναξιάς. Η πέτρα λύγισε για πρώτη φορά και δεν έσπασε. Ο βασιλικός μοσχοβολούσε γιατί έπινε επιτέλους νερό. Τόσα χρόνια έβλεπε μόνο τον ασβέστη ενός πέτρινου τοίχου. Και τώρα υπήρχε κι ένας άνθρωπος να τους καταλάβει, να τους βοηθήσει να ζήσουν ελεύθεροι δίχως να έχουν ανάγκη να γονατίσουν. Πάνω στις καρέκλες, μέσα στο κουτούκι, τα γόνατα έγιναν αλύγιστα και τα κεφάλια δεν θα έσκυβαν πια παρά μόνο για να φιλήσουν ένα παιδί με δύσκολες λέξεις, μία μάνα που δεν ήξερε από πονηριές. Μέσα στο κουτούκι οι άνθρωποι ένιωσαν ότι δεν ήταν πια μόνοι. Υπήρχαν και άλλοι άνθρωποι. Έτσι το κουτούκι με τα γλυκά έγινε το κρυφό σχολειό της ανθρωπιάς. Τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ πια όπως πριν. Τα γλυκά του πόνου τούς είχαν στιγματίσει για πάντα. Η κοινωνία δεν θα μπορούσε να τους πληγώσει με τον ίδιο τρόπο. Όταν βγήκαν από το κουτούκι και έκλεισαν την πόρτα των γλυκών υποσχέθηκαν στον εαυτό τους το αυτονόητο πια. Θα επέστρεφαν για να μπερδέψουν τα κουτάλια τους μέσα στις γεύσεις του παρελθόντος, για να μυρίσουν ξανά τις πορτοκαλιές της προσφυγιάς, αλλά και τη γλυκιά φωνή μίας άλλης Μελίνας που δεν θα πέθαινε για να μείνει κοντά τους στις δύσκολες στιγμές της άπονης ζωής.