2948 - Η μικρή κιβωτός

N. Lygeros

Σ’ αυτήν την βιβλιοθήκη δεν υπήρχουν τείχη μόνο βιβλία. Ήταν ένας κλειστός κόσμος που προστάτευε το παρελθόν από τη βαρβαρότητα της κοινωνίας. Τα βιβλία είχαν ζήσει το ολοκαύτωμα. Ήταν οι χάρτινοι επιζώντες. Ήταν οι νεκροί που αντιστάθηκαν. Πάνω στο τραπέζι, ένα μόνο αντικείμενο. Ένα μεγάλο κουτί. Και μέσα του, κομμάτια του ανύπαρκτου λαού. Μόνο οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος ήξεραν τι έκρυβε η μικρή κιβωτός. Είχαν αναγνωρίσει το διακριτικό σκίτσο. Ο μεγάλος άνθρωπος είχε επιλέξει πού θα ζούσε ο θάνατός του. Και τα περισσότερα χειρόγραφα του ήταν μέσα σ’ εκείνη τη βιβλιοθήκη δίχως τείχη. Ο υπεύθυνος έβαλε τα λευκά του γάντια και άνοιξε τη μικρή κιβωτό. Έβγαλε προσεχτικά μία μία τις επιστολές του παρελθόντος. Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος εξέτασαν κάθε στοιχείο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Έπρεπε μόνο να τα δουν. Όμως μπορούσαν μόνο να τα κοιτάξουν. Αναγνώριζαν τα γράμματα του ανύπαρκτου λαού. Υπήρχε όμως και μία είδηση. Τα πράγματα δεν ήταν όπως έλεγε η φήμη. Ο μύθος του ανύπαρκτου λαού ζωντάνεψε και πάλι μπροστά τους. Η επιστολή ήταν διαφορετική και σε άλλη γλώσσα. Ήταν βέβαια από το ίδιο μέρος. Τα δειλά της γράμματα δεν εξέφραζαν μόνο μία κρυφή ανικανότητα αλλά και μία ανησυχία. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Ήταν ένα μείγμα ανάγκης και καθήκοντος. Το κείμενο αναφερόταν σε άλλες δύο επιστολές. Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος αν και δεν είχαν δει ποτέ τις γνήσιες, είχαν ήδη μελετήσει αντίγραφα. Εκεί σ’ εκείνη τη βιβλιοθήκη έμαθαν ότι οι δύο επιστολές είχαν διασχίσει τον ωκεανό για τον νέο κόσμο. Με τη δεύτερη αναφορά κατάλαβαν ότι υπάρχουν και άλλες επιστολές του ανύπαρκτου λαού η βιβλιοθήκη δεν ήταν το τέλος μα η αρχή. Κι όταν έκλεισε τη μικρή κιβωτό, αντιλήφθηκαν ότι η αποστολή τους είχε αλλάξει φάση. Θα έπρεπε να εισχωρήσουν πιο βαθιά μέσα στο χάρτινο πάχος του παρελθόντος για να ανακαλύψουν νέα στοιχεία μετά την κρυφή αποκάλυψη. Το σκίτσο τους κοίταξε με έναν διαφορετικό τρόπο. Ήξερε πια ότι ήξεραν ότι δεν ήξεραν και τους χαμογέλασε για πρώτη φορά. Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος βούρκωσαν άθελά τους. Ο θρύλος του ανύπαρκτου λαού τους πλήγωνε όλο και περισσότερο. Σιγά σιγά με την πάροδο του χρόνου, ανήκαν όλο και πιο πολύ στο ανύπαρκτο. Κάθε ανακάλυψη ήταν κι ένα βήμα προς τον ομαδικό τάφο της μνημοσύνης. Η κοινωνία της λήθης και της αδιαφορίας τους είχε καταδικάσει. Κι έτσι η φωνή τους έμοιαζε μ’ εκείνη της Κασσάνδρας. Κάθε λέξη και μία άρνηση. Κάθε πράξη και μία αντίσταση. Κάθε σκέψη και μία κατηγορία. Είχαν όμως το χαμόγελο στα χείλη όπως το διακριτικό σκίτσο. Η επανάσταση του ανύπαρκτου λαού μπορεί να μην είχε νόημα για την κοινωνία. Είχε όμως για τον κόσμο των βιβλίων διότι οι αγέννητοι συναντούσαν για δεύτερη φορά τους νεκρούς.