2958 - Πώς αντέχεις;

N. Lygeros

Τώρα που γέρασαν ακόμα και τα όνειρα 
πώς αντέχεις; 
Θυμάσαι τότε που έκλαιγες με τη μουσική 
που δεν άκουγα; 
Δεν μπορούσες να ξεχάσεις τα χρώματα 
που δεν ξεχώριζαν. 
Έκαιγε ο ήλιος 
ακόμα και τις σκέψεις που δεν αγκάλιαζες. 
Τι να ήθελες άραγε; 
Μετά από τόσα χρόνια δεν το έμαθα. 
Σε κοίταζα την ώρα της σιωπής σου. 
Έψαχνα τις στιγμές που δεν έζησες. 
Κι άκουγα τα λόγια σου 
για να υπάρξω κι εγώ. 
Μιλούσες όλη τη νύχτα 
σαν να ήξερες πως θα πεθάνεις 
την επομένη. 
Πρόσεχα τον ύπνο σου 
για να δω τα όνειρα, 
το άλλο κόσμο 
που δεν έπαυε να καίει. 
Έγραφες την επομένη 
μετά την αναγέννηση 
της ανθρωπιάς 
και δεν άντεχα τα γραπτά σου. 
Ήταν τόσο κόκκινα 
μέσα στο σκοτάδι της κοινωνίας. 
Σφήνες, 
σελιδοδείκτες των ξεχασμένων βιβλίων. 
Τώρα τα σπάνια αντικείμενα 
που έγιναν τα κείμενα 
ποιος τα καταλαβαίνει; 
Εσύ; 
Εγώ; 
Δύο μέσα στο κενό. 
Είμαστε η ανθρωπιά του άλλου. 
Αυτό μου έμαθες 
όταν πέθαινες κάθε μέρα 
για να ζήσω κάθε νύχτα. 
Μα τώρα πώς αντέχεις;