4151 - ΛΙΜΟΣ – FAMINE

Ν. Λυγερός
Ευγενία Στεπάνιβνα
Μετάφραση του Ν. Λυγερού

Μέρα, νύχτα, μέρα ή νύχτα
δεν έχει σημασία, η βρώμικη κίτρινη λάμψη
μπορεί να είναι το τέλος της χαραυγής
ή η αρχή της νύχτας.
Είναι εδώ στη μέση των γυμνών κάμπων, τόσων γυμνών
σε απόσταση χελιδονιού από τους τρούλους της Αγιάς Σοφιάς
– αν ζούσε ακόμα ένα πουλί –
Ανάμεσα στα κουρέλια της, κρατά ένα παιδί,
και περπατά μηχανικά, απεγνωσμένα, ευθεία μπροστά της.

Αχ Ταράς, Ταράς, όμορφό μου ξανθό παιδί, αγάπη μου,
πέρυσι, η Μπάμπτσια έσπρωχνε την κούνια σου ανάμεσα στις κερασιές.
Χαρά, ευτυχία,… ο Ρομάν θέριζε κοντά μου.
Μα Μπάμπτσια … μητέρα μου… μανούλα μου, πού είσαι;
Έμενες, νομίζω, σε μακρινό σπιτάκι,
Απόψε που – επιτέλους – τα δάκρυα μου έπαψαν στα τυφλά σου μάτια,
ο Ρομάν έφυγε για να φέρει γρήγορα,
μαύρο ζεστό ψωμί, και γάλα, για σένα, αγάπη μου…

Θεέ, ω θεέ σε λένε εκεί πανύψηλα,
προστάτεψε μας από ολόκληρο τον ουρανό…
Πίστευα στην εκκλησία, στις χρυσές εικόνες,
για να μας βοηθήσει, για να μας προφυλάξει…
Κι όταν έγιναν όλα ΑΥΤΑ, ούτε αναπνοή δεν ήρθε
από την εκκλησία, όπου δεν υπάρχει κανείς για να προσευχηθεί.
Μποζ, Μποζ, είσαι άδικος, ψεύτης, σκληρός…
που πήρες την Μπάμπτσια κι έκανες να φύγει ο Ρομάν…

– Έλα, έλα, μικρό μου, κάτσε στη ζεστασιά της καρδιάς μου,
έχουμε μείνει μόνοι, Εγώ, Εσύ κι ο ΦΟΒΟΣ.
Οι γείτονες, οι φίλοι αφανίστηκαν.
Η ΦΡΙΚΗ τούς πήρε … πού, δεν ξέρω.
Ταράς, Ταρασούλη, θα εμφανιστεί σε λίγο ο Τάτο
και το ψωμί – η μυρωδιά του την κάνει να τρέμει –
και το γάλα για ΣΕΝΑ, αετέ μου, μικρέ μου κοζάκε.

Αλλά, εσύ ΘΕΕ, σωπαίνεις … Έστειλες την Πείνα
στη γη για να δώσεις τη λύπη και το Θάνατο.
Πόσα σπίτια άδειασες; Γιατί, γιατί, γιατί;
Η Μπάμπτσια … ναι … αν έπρεπε; Ο Ρομάν, δεν μπορώ …
Αλλά ο Ταράς που είναι εδώ, πάνω στο άδειο μου στήθος,
ο Ταράς, ο τόσο καλός, που δεν κλαίει πια.

ΘΕΕ ΣΕ ΚΑΤΑΡΙΕΜΑΙ

Η γυναίκα κοιτάζει τα γκρίζα μάτια του παιδιού της, κεν … κατάλαβε.
Μ’ ένα τρελό γέλιο, τρέχει προς ένα θάμνο …… να φάω!
Παιδί μου, αγάπη μου ………………………να φάω!!
Πήρε και το γιο μου ………………………… να φάω!!!
Δεν θα πονώ πια …………………………… να φάω!!!!
Να ζήσω ακόμα λίγο ………………………
Να φάω!!!!!

FAMINE

Il fait jour, nuit, jour ou nuit
qu’importe, la clarté jaune sale
est peut-être celle qui suit l’aube,
ou précède la nuit.
Elle est là au milieu des champs nus, si nus
à un vol de corneilles des coupoles de Sainte Sophie
– s’il restait un seul oiseau en vie –
Parmi ses haillons, elle porte un enfant,
et marche, mécanique désespérée, droit devant elle.

Ô Tarass, Tarass, bel enfant blond, mon amour,
l’an dernier, Babtsia te balançait encore entre les cerisiers
Joie, Bonheur,… Roman fauchait près de moi;
Mais Babtsia… ma mère… maman, où es-tu ?
Tu es restée, je crois, dans la maisonnette très loin,
ce soir, où – enfin – les larmes ont cessé dans tes yeux aveugles,
Roman est parti pour ramener très vite,
du pain noir et chaud, et du lait, pour toi, mon amour…

DIEU, Ô DIEU, on te dit là bas très haut,
protégé par le ciel tout entier…
Je te croyais dans notre église, près des icônes dorées,
pour nous aider, nous préserver…
Et lorsque tout CELA est arrivé, pas un souffle n’est venu
de l’Église, où il ne reste plus personne pour prier.
BOJE, BOJE, tu es injuste, menteur, cruel…
Que tu aies pris Babtsia et fait partir Roman…

Là, là, mon tout petit, reste au chaud près de mon cœur,
il n’y a plus que Toi et Moi, et la PEUR
Les voisins, les amis ont disparu,
L’ HORREUR les a emportés … où, je ne sais pas.
Tarass, Tarassenkou, nous allons bientôt voir surgir Tato,
Et le pain – cette odeur de pain la fait gémir –
Et le lait pour TOI, mon aigle, mon petit cosaque.

Mais, toi, DIEU, tu te tais…. Tu as envoyé la Faim
sur terre pour donner la souffrance et la Mort.
Combien de maisons as-tu vidées; Pourquoi, pourQUOI ? pourquoi,
Babtsia… oui… s ’il le fallait; Roman, je ne peux pas…
Mais Tarass qui est là, contre mon sein vide,
Tarass si gentil, et qui ne pleure plus.

DIEU, JE TE MAUDIS

La femme regarde les yeux gris de son enfant… vides… elle a compris.
Avec un rire dément, elle court vers une broussaille…
manger !
Mon enfant, mon amour
……..
manger !!
IL a pris aussi mon fils
……..
manger !!!
Je n’aurai plus mal
…….
Manger !!!!
Vivre encore un peu……….
MANGER !!!!!

Evguènia Stépanivna
Janvier 1990