453 - Η Κυριακή του…

Ν. Λυγερός

(Στο διαμέρισμα της Εύας και του Αντρέα.) (Medium long shot.)
(Η Εύα μπαίνει στο σαλόνι. Ο Αντρέας διαβάζει ένα βιβλίο…)
Εύα : Τι μέρα έχουμε σήμερα ;
Αντρέας : Κυριακή νομίζω…
Εύα : Κυριακή ; (Χρόνος) Πόσο γρήγορα περνούν οι μέρες !
Αντρέας : Πόσο γρήγορα περνούν οι άνθρωποι !
(Χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Η Εύα πάει ν’ανοίξει…)
Εύα : Ποιος να είναι άραγε ; (Η Εύα ανοίγει την πόρτα και βλέπουμε τον Ιάκωβο να βαστά τη Λουτσία.) Τι έπαθε ; (Πιάνει το χέρι της Λουτσίας.) Τι έχεις, Λουτσία μου ; (Σηκώνεται και ο Αντρέας. Τους βοηθάει να καθίσουν τη Λουτσία.) Πάω να φέρω ένα ποτήρι νερό…
Αντρέας : Μα τι έγινε ;
Ιάκωβος : Εγώ φταίω…
Λουτσία : Όχι… (Χρόνος) Το γράμμα…
Αντρέας : Ποιο γράμμα ;
(Ο Ιάκωβος του δίνει ένα γράμμα… Η Εύα δίνει ένα ποτήρι νερό στη Λουτσία…)
Εύα : Πιες και θα συνέρθεις… (Ο Αντρέας διαβάζει το γράμμα…)
Αντρέας : (Στην Εύα) Κάτσε… Εύα..
Εύα : Μα γιατί ; (Η Εύα κάθεται…)
Αντρέας : Κοίτα αυτόν το φάκελο… (Χρόνος) Και την ημερομηνία…
(Η Εύα κοιτάζει και αφήνει το φάκελο να πέσει…)
Εύα : Δεν είναι δυνατόν… (Στον Ιάκωβο.) Ποτέ τον έλαβες ;
Ιάκωβος : Χθες…
Εύα : Χθες ; (Σιωπή) Μα ο φάκελος γράφει…
Λουτσία : 1914 !
Εύα : Όπως το όνειρο…
Λουτσία : Το έγραψε ο μικρός… (Extreme close up)
Εύα : Ο Θάνος ! (Στον Αντρέα.) Τι γράφει ;
Αντρέας : (Δίνοντάς της το γράμμα) Διάβασε το καλύτερα…
(Η Εύα παίρνει το γράμμα και το διαβάζει. Το πρόσωπο της αλλάζει όψη…) (Full shot)
(Δίπλα στο σπιτάκι της γριάς… Ο Θάνος είναι γονατισμένος… Ο Χρήστος τοποθετεί ένα σταυρό πάνω σ’ενα τάφο…)
Θάνος : Ναι, έτσι τον ήθελε… (Ο Χρήστος στερεώνει τον ξύλινο σταυρό…) Δεν είναι όμορφα εδώ ; (Medium close up)
(Έχουν και οι δυο τους τα μάτια τους βουρκωμένα αλλά δεν κλαίνε πια…) Έτσι δε θα της λείπει τίποτα… (Κάνουν το σταυρό τους. Ο Χρήστος φιλά τον ξύλινο σταυρό κι ύστερα πιάνει το Θάνο από το χέρι και πάνε προς το σπίτι… Ο Θάνος κοιτάζει το Χρήστο… Κι εκείνος τον πιάνει από τον ώμο… ένα φτερό πάνω στη λύπη…)
(Ακούμε το Θάνο να του ρωτά : Πότε θα ξανάρθει ; )
Εύα : Μα αυτό ήταν ένα όνειρο…
Αντρέας : Κι όμως…
Εύα : Δε μπορεί να είναι η πραγματικότητα…
Αντρέας : Κι αν η πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα μέρος του ονείρου ;
Εύα : Μα δε γίνεται. (Χρόνος) Δεν το καταλαβαίνεις ;
Αντρέας : Έγινε όμως… Ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνω…
Λουτσία : είναι σαν να πέθανε σήμερα…
Εύα : Λουτσία… (Χρόνος) Άκουσε με… Ακόμα κι αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα έγινε πριν δεκάδες χρόνια…
Λουτσία : (συνεχίζοντας) ο Χρήστος…
Εύα : Ο Χρήστος ; (Χρόνος) Μα το γράμμα… (κοιτάζει τον Αντρέα.) γράφει για τη γριά…
Ιάκωβος : Όχι μόνο… (Η Εύα αγκαλιάζει τη Λουτσία.)
(Πάνω από την έρημο πετάει ένας απεγνωσμένος αλμπατρός… Η σκιά του είναι σαν χάδι πάνω στην άμμο. Σιγά σιγά η άμμος παίρνει το χρώμα της θάλασσας και βλέπουμε στο βάθος το Λευκό Πύργο. Τώρα ο λαβωμένος αλμπατρός πετάει πάνω από το Λευκό Πύργο…) (Full shot)
Λουτσία : είναι εδώ, ήρθε και πάλι… Είμαι σίγουρη… (Medium close shot)
Εύα : Γιατί ;
Λουτσία : Είδες το αίμα πάνω στο γράμμα ; (Η Εύα ξανακοιτάζει το γράμμα…)
Εύα : Τα ματωμένα φτερά…
Λουτσία : Έσπασε και το τελευταίο του γι’αυτό το γράμμα…
Εύα : Ιάκωβε ;
Ιάκωβος : Γύρισε…
Αντρέας : Κι εγώ αυτό πιστεύω…
Εύα : Πως είστε τόσο σίγουροι ;
Ιάκωβος : Ήρθε για να…
Αντρέας : Σήμερα έχουμε Κυριακή…