604 - Όταν το φως έγινε φωτιά

Ν. Λυγερός

Η μεγάλη συνάντηση έγινε στην εκκλησιά της ελευθερίας.
Ήταν μεγάλη μέρα κι ο ένας μετά τον άλλο ήρθαν να χαιρετήσουν την Παναγιά.
Εκείνη όμως ήξερε και δεν χαμογέλασαν τα χείλη της.
Παρέμεινε σιωπηλή, περίμενε σιωπηλά.
Κι οι παπάδες έψαλαν σαν να ήταν η τελευταία φορά.
Ποτέ μετά δε θα βρίσκονταν τόσοι πολλοί μαζί.
Όταν η καμπάνα σήμανε την τελευταία ώρα
ακούστηκαν άρματα μες στην εκκλησία.
Είχαν πέσει όλα τα ρούχα της ζωής
και φάνηκαν τα άρματα του θανάτου,
Ούλλοι οι άντρες ήταν εκεί
ούλλοι εκτός έναν.
Κι εκείνος έφθασε εκείνη τη στιγμή
πάνω στον μαύρο άνεμο
που έσκιζε τον αέρα με τα δόντια του.
Ακόμα κι ο θάνατος φοβήθηκε εκείνη τη στιγμή.
Έσκυψε για να μπει μες στην εκκλησία
και φίλησε το μαύρο σβέρκο.
Τα γένια του έγιναν ένα με τον αλύγιστο.
Έκρουσαν τ’ άρματά του και σάλεψαν οι ψάλτες.
Έπεσαν τα ράσα και φάνηκαν οι σταυροί πάνω στα όπλα.
Ήταν ούλλοι τους έτοιμοι.
Περίμεναν τον τελευταίο, το μαύρο άγνωστο.
Ήταν ο μόνος που μπόρεσε να δαγκώσει τη μοίρα τους
και να παλέψει με τον Χάρο.
Τώρα όμως έπρεπε να δώσουν άλλη μάχη.
Είχαν μάθει ότι οι άλλοι θα ‘ρχονταν να κάψουν την εκκλησιά τους.
Είχαν αποφασίσει να φύγουν να σωθούν μα ο μαύρος άγνωστος τους σταμάτησε.
Άφησε μόνο τα γυναικόπαιδα να φύγουν.
Κράτησε μαζί του ούλλους τους άλλους.
Η εκκλησία δεν μπορούσε να φύγει κι έπρεπε να μείνουν.
Έπρεπε να κλέψουν τις εικόνες και τις πέτρες.
Έφθασε μπροστά στην εικόνα τη θαυματουργή.
Ήξερε τη δύναμή της μα δε λύγισε
είχε έρθει για να τη σώσει
ακόμα κι αν έπρεπε να πεθάνει δύο φορές.
Την έπιασε δυνατά και την έδεσε πάνω στον θώρακά του.
Ούλλοι έσκυψαν για να μη δουν όμως το φως τους έκαψε.
Οι παπάδες έπιασαν τις άλλες εικόνες κι οι άλλοι τις πέτρες.
Δεν πρόλαβε να φέξει.
Η Παναγιά είδε την εκκλησία της γυμνή.
Όμως δεν έκλαψε, ήξερε.
Είχε μείνει μόνο η ιερά τράπεζα.
Και κανείς δεν τολμούσε να την αγγίξει.
Ούλλοι φοβόντουσαν τα ιερά.
Όμως ο μαύρος άγνωστος έσκυψε πάνω της
με την εικόνα της Παναγιάς
και σήκωσε την πέτρινη μνήμη.
Οι άλλοι τον άφησαν να περάσει
και τον ακολούθησαν οι παπάδες έξω από την εκκλησία.
Κι όταν βγήκαν ούλλοι
Ξαναμπήκε μέσα για δεύτερη φορά
με την εικόνα της Παναγιάς.
Τότε ούλλοι είδαν πως το φως έγινε φωτιά.
και πως η εκκλησία έγινε στάχτη.
Κι όταν έσβησε πια η φωτιά,
είδαν μες στο ιερό
με σταυρωμένα χέρια πάνω στην εικόνα της Παναγιάς,
το μαύρο άγνωστο που τους περίμενε
νεκρός.