935 - Το μυστικό της χαμένης πατρίδας

Ν. Λυγερός

Σκηνή 12

Δημήτρης: Τα ‘μαθες;

Κώστας: Τι έγινε;

Δημήτρης: Χτύπησαν τον Ιάκωβο…

Συγκρατεί με δυσκολία την οργή του.

Κώστας: Τον Ιάκωβο… Μα ποιοι μπορούν να χτυπήσουν τον Ιάκωβο;

Δημήτρης: Αυτοί που δεν ανήκουν σε τούτη τη γη. Αυτοί που μας φωνάζουν γκιαούρηδες.

Κώστας: Πώς είναι τώρα;

Δημήτρης: Τον βοηθήσανε κάποιοι άγνωστοι…

Κώστας: Άγνωστοι, λες;

Δημήτρης: Ναι, μου το είπε ο Αλέξανδρος.

Αυτό το όνομα ξαφνιάζει τον Κώστα.

Κώστας: Ο Αλέξανδρος;

Δημήτρης: Κάτι είδαν τα παιδιά.

Κώστας: Οι επόμενοι άνθρωποι… Ποιος θα περίμενε να μάθουμε την αλήθεια από τα παιδιά!

Δημήτρης: Μόνο η παράδοση…

Κώστας: Πες μου τι ξέρεις.

Δημήτρης: Έφτασαν τα χαράματα. Χρόνος. Έψαχναν τα παιδιά.

Κώστας: Τα παιδιά; Ποια παιδιά;

Δημήτρης: Τα παιδιά που προστατεύει ο Ιάκωβος.

Κώστας: Και μετά θέλουν να με πείσουν ότι τα βλέπουν σαν τα δικά τους.

Δημήτρης: Μόνο γενίτσαρους θέλουν! Χρόνος. Αυτά ήθελαν να τα εξοντώσουν…

Κώστας: Μα πώς είναι δυνατόν;

Δημήτρης: Δεν υπάρχει αδύνατο με αυτούς. Χρόνος . Θέλουν να είναι όλοι τους δυνατοί!

Κώστας: Ποιος μπορεί να πιστέψει αυτό το πράγμα στην εποχή μας;

Δημήτρης: Δεν είναι ανάγκη να το πιστέψεις, αρκεί να το δεις.

Κώστας: Με ποιο βλέμμα όμως;

Δημήτρης: Με το βλέμμα της γιαγιάς μου. Χρόνος. Εκείνη τους ξέρει.

Στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά περιμένει ανήσυχη. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα. Μπαίνει ο μικρός Αλέξανδρος με τα μάτια βουρκωμένα. Τρέχει κα ι αγκαλιάζει τη γιαγιά του.

Γιαγιά: Τι έχεις, παιδί μου;

Αλέξανδρος: Είχες δίκιο, γιαγιά.

Γιαγιά: Τι έγινε, αγάπη μου;

Αλέξανδρος: Ήρθαν εκείνοι που σας έδιωξαν.

Τον κοιτάζει στα μάτια . Τα βλέπει βουρκωμένα .

Γιαγιά: Τους είδες και εσύ;

Αλέξανδρος: Χτυπούσαν τον Ιάκωβο! Χρόνος. Του έσπασαν το πόδι.

Η γιαγιά τον αγκαλιάζει δυνατά και κοιτάζει γύρω της .

Γιαγιά: Έλα μαζί μου!

Τον παίρνει από το χέρι και του δείχνει ένα μυστικό υπόγειο.

Γιαγιά: Αν έρθουν, εδώ θα κρυφτείς! Μου το υπόσχεσαι;

Αλέξανδρος: Ναι, γιαγιά.

Η γιαγιά κοιτάζει τώρα από τα παράθυρα.

Γιαγιά: Δεν είναι κανείς στους δρόμους. Χρόνος. Παράξενο…

Αλέξανδρος: Ο Ιάκωβος βρήκε φίλους…

Η γιαγιά τον κοιτάζει περίεργα.

Γιαγιά: Οι Άγιοι δεν έχουν φίλους…

Αλέξανδρος: Μα γιατί;

Γιαγιά: Είναι εδώ για να βοηθούν τους άλλους, όχι για να τους αγαπούν οι άλλοι.

Αλέξανδρος: Οι φίλοι του δεν είναι σαν τους άλλους.

Γιαγιά: Τι θες να πεις;

Αλέξανδρος: Είναι οι άγνωστοι!

Γιαγιά: Οι άγνωστοι είναι εδώ;

Αλέξανδρος: Ναι, τους είδε και η Ειρήνη… Χρόνος.

Γιαγιά: Επιτέλους, Θεέ μου!

Κάνει τον σταυρό της. Ο Αλέξανδρος κάνει το ίδιο με έναν αδέξιο τρόπο.

Αλέξανδρος: Τους ξέρεις και εσύ;

Γιαγιά: Όλοι ξέρουν τους αγνώστους όμως κανείς δεν τους βλέπει.

Αλέξανδρος: Εγώ τους είδα όμως!

Γιαγιά: Εσύ, αγάπη μου, ξέρεις και τα μυστικά μας.

Αλέξανδρος: Οι άγνωστοι είναι και αυτοί μυστικοί;

Γιαγιά: Όχι, οι άγνωστοι είναι το μυστικό μας…

Αλέξανδρος: Το μυστικό μας ήρθε στον τόπο μας…

Γιαγιά: Ευχαριστώ, Θεέ μου!