2478 - Ο Δημήτρης και ο άνθρωπος

N. Lygeros

Ο Δημήτρης αγαπούσε τα παιδιά. Και τα παιδιά τον αγαπούσαν. Δεν κοίταζε τις ζωγραφιές, μόνο τα χρώματα. Έβλεπε τις χαρές και πρόσεχε τις λύπες. Ήξερε για τον Αχιλλέα. Όμως δεν είχε πληγωθεί ακόμα πριν συναντήσει τον άνθρωπο. 

Τόσα χρόνια προστάτευε τα παιδιά από τη φωτιά. Είχε ζήσει την εισβολή κι ένιωθε πάνω του την κατοχή. Ήταν ο δάσκαλος του γένους. Μα είχε ξεχάσει το βάθος της σκιάς. Όλα ήταν μία απαγορευμένη πλατεία. Δεν ήθελε να πληγωθούν τα παιδιά με τα βάσανα της γης πριν συναντήσει τον άνθρωπο. 

Τα δάκρυα δεν έσταζαν. Δεν υπήρχε πόνος στο σχολείο του. Το πάθος του τα είχε θυσιάσει όλα για αυτόν τον σκοπό. Δεν είχε δικαίωμα η λύπη ν’ αγγίξει τα παιδιά. Δεν μπορούσε να της το επιτρέψει πριν συναντήσει τον άνθρωπο. 

Διάβαζε κάθε μέρα τις γνώσεις του παρελθόντος για να αντιμετωπίσει το παρόν. Έγραφε κάθε νύχτα τις σκέψεις της ανάγκης. Έκρυβε τον θρήνο του στα βάθη της καρδιάς του. Και το ημερολόγιο παρέμενε κλειστό πριν συναντήσει τον άνθρωπο. 

Μία μέρα, όμως, ανάμεσα στις χούφτες της ζωής συνάντησε το εγκλωβισμένο μέλλον. Είχε πεθάνει ήδη πολλές φορές, μα έπρεπε να έρθει. Και ήρθε. Μέσα στο χρώμα του αοράτου, πέρα από το τσιμέντο των αρχών, κοίταξε για πρώτη φορά τα δέντρα. Πέθαναν όρθια. Κάτω από τα βήματα των παιδιών. 

Κοίταξε τα πληγωμένα δάκτυλα που θα έπαιζαν στα κατεχόμενα, μα δεν είδε τίποτα. Κοίταξε τα βουρκωμένα μάτια δίχως να δει τα δάκρυα. Ποτέ του δεν είχε αντικρίσει τους αοράτους. Και όταν συνάντησε τον άνθρωπο δεν ένιωσε την αγνοούμενη πληγή. 

Ο Κένταυρος ζούσε με τους μικρούς μέχρι να γίνουν άνθρωποι. Ο Τιτάνας πέθαινε με τους ανθρώπους μέχρι να κάνουν μικρούς. Ο ένας κοίταζε τη φωτιά και ο άλλος έβλεπε το φως. Μόνο με την αθάνατη πληγή, το φως άγγιξε για πρώτη φορά τη φωτιά. 

Ο Δημήτρης δεν είχε μόνο σπασμένα φτερά. Και δεν είχε συναντήσει ακόμα τον Γιώργο. Όμως ήταν έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Ως στρατιώτης της ειρήνης δεν θα επέτρεπε καμία αδικία. Ήταν ο προστάτης των παιδιών. Και ήταν κοντά τους, ακόμα και με τον άνθρωπο. Ο ρόλος του ήταν καθήκον. Όμως όταν συνάντησε τον άνθρωπο έγινε αγώνας. 

Τότε είδε για πρώτη φορά τη μάχη της ανθρωπιάς εναντίον της λήθης. Κάθε παιδί του είχε το βλέμμα των προγόνων του και το θράσος των απογόνων. Έπρεπε να του μάθουν μαζί την τόλμη του μέλλοντος. Ο Δημήτρης ήταν πια έτοιμος να πεθάνει για τους αγέννητους. Τότε έφυγε ο άνθρωπος για να μπορέσει να ξανάρθει.