2632 - Η μικρή μάγισσα και ο γαλάζιος γίγαντας

Ν. Λυγερός

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία μικρή που έπαιζε τσέλο. Δεν την άκουγε κανένας. Ήξερε να παίζει μόνο σιωπή. Οι σπασμένες χορδές δεν την ενοχλούσαν πια. Είχαν πεθάνει οι άνθρωποι. Είχαν μείνει όμως τα άτομα που απαγόρευαν τη μουσική. Έπαιζε σιωπή δίχως παύση για να μην ξεχάσει τον ήχο της μοναξιάς.

Μία μέρα όμως άκουσε έναν θόρυβο, ένα ίχνος μουσικής, και βγήκε από το δωμάτιό της. Κοίταξε έξω. Δεν ήταν δυνατόν. Κανείς δεν τολμούσε να παίξει. Κοίταξε ξανά κι είδε έναν γίγαντα. Είχε μαζί του έναν αυλό. Εκείνος, όταν είδε τη μικρή με τις σπασμένες χορδές, σταμάτησε. Την κοίταξε, τον κοίταξε. Δεν ήξεραν τι να πουν. Ήταν και οι δύο ένοχοι. Ήταν και οι δύο καταδικασμένοι. Ήταν πια μαζί. Ένας παράξενος και μία περίεργη. Ένας γίγαντας και μία μάγισσα. Ο γίγαντας ήξερε ότι δεν ήξερε και η μικρή ήξερε μόνο αυτό. Δεν ήταν ανάγκη να μιλήσει. Ήθελε μόνο να τον ακούσει. Δεν ήταν ανάγκη να την ακούσει. Ήθελε μόνο να της μιλήσει. Ο γαλάζιος γίγαντας έσκυψε δίχως να γονατίσει: «Κάποτε υπήρχαν άνθρωποι. Τώρα επέζησαν μόνο τα τέρατα.»

Η μικρή μάγισσα δεν κατάλαβε τα λόγια του γαλάζιου γίγαντα και τον ρώτησε: «Γιατί είσαι γαλάζιος;» Εκείνος δεν της απάντησε, αλλά της έδειξε το χρώμα της ανθρωπιάς, της πληγής που δεν υπήρχε πια. Τότε η μικρή μάγισσα τον ακούμπησε για πρώτη φορά. Εκεί που τον άγγιξε, το χρώμα του δέρματός του άλλαξε. Δεν πονούσε πια. Έτσι κατάλαβε η μικρή μάγισσα ότι ήταν ο χαμαιλέοντας της ανθρωπιάς. Ήταν γαλάζιος γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι. Είχε το απαγορευμένο χρώμα. Η μικρή μάγισσα δάκρυσε όταν κατάλαβε το μέγεθος του πόνου του. Δεν είπε τίποτα βέβαια. Αλλά αποφάσισε να μείνει πάντα κοντά του για να τον βοηθήσει ν’ αντέχει την έλλειψη ανθρωπιάς. Τα τέρατα είχαν σμίξει για να σώσουν την τελευταία ανθρωπιά. Άκουγε ό,τι της έλεγε κι όπως δεν ήθελε να ξεχάσει, μεταμορφώθηκε σε ιππόκαμπο. Τότε ο γαλάζιος γίγαντας τής ζήτησε να τον ξανακάνει χαμαιλέοντα. Και έτσι έγινε. Ο χαμαιλέοντας έβαλε στην πλάτη του τον ιππόκαμπο, όπως η νοημοσύνη κουβαλά τη μνήμη, και πήγαν προς το βάθος του γαλάζιου, τον ωκεανό του κόσμου. Ο ιππόκαμπος δεν μπορούσε να ζήσει δίχως αυτόν και ο χαμαιλέοντας έκανε ό,τι μπορούσε για να περπατήσει γρήγορα. Όταν τους έβλεπε μαζί, η κοινωνία τούς έβριζε και τούς πετούσε πέτρες. Όμως εκείνοι ακόμα και λαβωμένοι συνέχιζαν την αποστολή τους. Η κοινωνία έβλεπε δύο τέρατα, δύο δαιμονισμένα τέρατα. Δεν μπορούσε να δει τους σταυρούς που κουβαλούσαν, ούτε την αξία της θυσίας τους. Η μικρή μάγισσα έπρεπε ν’ αγγίξει το γαλάζιο όπως ο γαλάζιος γίγαντας άγγιξε το μαγικό, για τους νεκρούς και τους αγέννητους. Όταν οι δύο επιζώντες της γενοκτονίας της μνήμης και του εγκλήματος της ειρήνης πέθαναν μέσα στον ωκεανό, η ιστορία τους απλώθηκε με το γαλάζιο και γεννήθηκαν αυτοί που ονομάστηκαν οι πρώτοι άνθρωποι.