3233 - Το παιδί με τα στραβά χέρια

N. Lygeros

– Πονάω. Γιατί με χτυπάς; 
– Μη λες ψέματα! Δεν μπορεί να πονάς, αφού είσαι ηλίθιος. Τον ξαναχτυπά. 
– Κι όμως πονάω. 
– Σε χτυπώ, για να ισιώσουν τα χέρια σου. 
– Μα είναι έτσι από τότε που γεννήθηκα. 
– Γι’ αυτό δεν σε θέλει η κοινωνία! 
– Δεν πειράζει… Θα συνεχίζω να γράφω… 
– Όχι, να μην γράφεις! Θα σου σπάσω τα χέρια! Τον χτυπά. 
– Με πονάς! 
– Θα είσαι όπως όλοι οι άλλοι… Κα – νο – νι – κός! 
– Με τα στραβά μου χέρια γράφω μυθιστορήματα. 
– Ξέχασες το μυθιστόρημα της ζωής σου. Τον χτυπά. 
– Δεν ξέχασα τίποτα. Απλώς αγαπώ τους ανθρώπους. 
– Δεν υπάρχουν άνθρωποι! Τόσο ηλίθιος είσαι; 
– Γιατί το λες αυτό; 
– Η ουσία είναι η κοινωνία! Πρέπει να είμαστε όλοι ίδιοι! 
– Μα γιατί; 
– Πώς θα γίνεις μόνιμος με τα στραβά σου χέρια; 
– Μα δεν θέλω να γίνω μόνιμος… είμαι συγγραφέας. 
– Η μόνη δουλειά που έχει νόημα είναι η μονιμότητα. 
– Μα η μονιμότητα δεν είναι δουλειά… 
– Δεν υπάρχει άλλη. Οι άλλες είναι τα τσιράκια της μονιμότητας. 
– Γι’ αυτό σε ενοχλούν τα στραβά μου χέρια; 
– Ναι! Τον ξαναχτυπά. 
– Αχ! 
– Έχεις και παράπονο! Τον χτυπά. Για το καλό σου το κάνω. 
– Ποιος θέλει αυτό το καλό; 
– Η κοινωνία! Δεν το κατάλαβες ακόμα; 
– Τα χέρια μου δεν ισιώνουν. Απλώς θα μου τα σπάσεις. 
– Καλύτερα σπασμένα παρά στραβά! 
– Τι; 
– Ακόμα και τα κανονικά χέρια μπορεί να σπάσουν. Έτσι κανείς δεν θα βλέπει τη διαφορά. 
– Μα η διαφορά θα συνεχίζει να υπάρχει. 
– Δεν θα φαίνεται όμως. 
– Δεν αλλάζει τίποτα. 
– Είσαι ηλίθιος! Τον χτυπά πιο δυνατά. 
– Τα έσπασες… Δεν θα γράφω πια… 
– Επιτέλους! 
– Δεν πονάω πια. 
– Έλα να σε φιλήσω παιδάκι μου. 

Το παιδί πέφτει νεκρό στα χέρια της μάνας του.