496 - Ας μην ξεχάσουμε τη μνήμη μας

Ν. Λυγερός

Το πρόβλημα μιας μακρόχρονης κατοχής είναι η αντίσταση της μνήμης. Διότι όσο ο πόλεμος είναι απάνθρωπος, τόσο ο χρόνος είναι ανθρώπινος. Με τον χρόνο, πολλοί που γνώρισαν την εισβολή πέθαναν κι ακολούθησαν τα πρώτα θύματα, άλλοι ως πρόσφυγες ξεπέρασαν τη δυστυχία τους αφήνοντας ένα κομμάτι της μνήμης τους κι άλλοι που γεννήθηκαν μόνο εκ των υστέρων, δεν μπορούν να φανταστούν το παρελθόν. Όλοι αυτοί βέβαια αποτελούν στοιχεία της λήθης που χρησιμοποιεί το κατοχικό σύστημα. Κάνοντας μια κατάχρηση του χρόνου, η κατοχή προσπαθεί να διαμορφώσει οριστικά την προηγούμενη κατάσταση.

Το ναυάγιο των τεχνητών διαπραγματεύσεων και ειδικά η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανάγκασε τον εισβολέα να πάρει μια νέα πρωτοβουλία για να μετατρέψει ένα αρνητικό πλαίσιο. Η επιλογή που έγινε αν και αποτελεσματική όσον αφορά στο απρόβλεπτο στοιχείο της, δεν είναι παρά μια εύστοχη απάντηση σε πιέσεις. Και το μέγεθος αυτής της όχι μόνο συμβολικής κίνησης δείχνει έμεσα τις πιέσεις. Αυτή τη δυναμική πρέπει να υποστηρίξουμε για να αξιοποιήσουμε τις πρόσφατες εξελίξεις. Και σ’ αυτό το σημείο θα διαφωνήσουμε με μερικούς που κάνουν μια αρνητική ανάλυση της επίδρασης του συναισθηματισμού.

Δίχως συναισθηματισμούς, η Ελλάδα θα ζούσε ακόμα τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ακόμα και μια αντικειμενική ανάλυση μιας κατάστασης, δεν είναι αναγκαστικά το ενεργητικότερο στοιχείο όσον αφορά στην εξέλιξη. Δίχως πάθος, δεν κατορθώνουμε τίποτα το σημαντικό. Υπάρχει τώρα μια αρνητική τάση και ερμηνεία του ανοίγματος των οδοφραγμάτων στα κατεχόμενα. Ενώ αξιολογικά δεν είναι το πέρασμα των οδοφραγμάτων που έχει σημασία, μα το τι θα κάνει ο κάθε ελεύθερος Κύπριος στα κατεχόμενα. Είναι οι πράξεις τους που δίνουν την αξία των ανθρώπων κι όχι οι επιλογές των εχθρών τους.

Εδώ και δεκάδες χρόνια, ένα μεγάλο κομμάτι της μνήμης του ελληνισμού ζει πληγωμένο. Κάθε άτομο που νιώθει μέσα του τη δύναμη της ρωμιοσύνης το ξέρει, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι εντελώς συνειδητό. Κι όταν πάμε στα φυλακισμένα μνήματα δεν υποβιβάζει την αξιοπρέπειά μας. Κάθε άνθρωπος που πάει εκεί, το κάνει για να προσκυνήσει τους δημιουργούς ενός μέρους του ελληνισμού και δεν δέχεται γι’ αυτόν τον λόγο τον άγγλο στρατιώτη.

Στα κατεχόμενα, έχουμε δικούς μας που ζουν κάτω από τα σίδερα κι άλλους κάτω από τη γη. Εκείνους θέλουμε να δούμε ως τάμα ζωής. Οι πρόσφυγες δεν άφησαν μόνο χωράφια πίσω τους. Εκεί έθαψαν κι ένα κομμάτι της μνήμης τους. Και στις εγκαταλελειμμένες εκκλησίες που δεν λειτούργησαν τόσα χρόνια, ένα κερί μπορεί να φέρει φως. Δεν είναι κακό ή καλό να πάμε στα κατεχόμενα, σημασία έχει τι θα κάνουμε εκεί. Για τον ίδιο λόγο, όπως ακριβώς πάμε τα παιδιά μας στα φυλακισμένα μνήματα, πρέπει να τα πάρουμε μαζί μας για να δουν κι αυτά με τα μάτια τους, την έννοια της αντίστασης της μνήμης. Διότι για πρώτη φορά στη μικρή τους ζωή μπορούν να συνειδητοποιήσουν τι σημαίνει το ακρωτηρίασμα μιας πατρίδας που είναι Ευρώπη.

Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων δεν είναι ούτε το αρχικό ούτε το τελικό στοιχείο της επίλυσης του Κυπριακού, είναι απλώς μια αναγκαστική κίνηση του κατοχικού συστήματος. Εναπόκειται τώρα σε μας να την αξιοποιήσουμε, αποδεικνύοντας ότι μπορούμε να ζήσουμε με τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι είναι και αυτοί Ευρωπαίοι τώρα, δίχως την παράνομη παρουσία του τουρκικού στρατού. Με μια κίνηση έγινε η διακίνηση, μα μόνο με δυναμική θα γίνει ελεύθερη.