736 - Η μοναδική ανάγκη

Ν. Λυγερός

Μέσα στην αίθουσα, ο δάσκαλος έγραφε πάνω σε φωτοτυπίες. Τις είχε φέρει από εκείνο το παράξενο μέρος. Το ονόμαζε βιβλιοθήκη. Ο δάσκαλος ήταν φτωχός, δεν είχε δικά του βιβλία αλλά μας αγαπούσε κι ήθελε να μάθουμε πράγματα. Κάθε μέρα μάς έκανε ένα καινούργιο μάθημα. Προσπαθούσα κι εγώ να κάνω ό,τι μας έδειχνε. Ήταν δύσκολο όμως. Μα δεν το έβαζε ποτέ κάτω ο δάσκαλος, πάντα με βοηθούσε. Ήθελε να γίνω άνθρωπος. Οι άλλοι δεν ήξεραν πόσο δύσκολο ήταν. Νόμιζαν ότι ήξεραν. Όμως εγώ ήξερα ότι δεν ήξεραν. Οι άνθρωποι είναι λίγοι, πολύ λίγοι. Και οι άνθρωποι που βοηθούν είναι σπάνιοι. Ο δάσκαλος ήξερε μόνο να μας βοηθάει. Δεν ήταν ούτε πατέρας ούτε μάνα. Ήταν μόνο ένας δάσκαλος. Όμως μας αγαπούσε κι ας μην ήμασταν τα δικά του παιδιά. Μας κρατούσε το χέρι όταν έπρεπε να γράψουμε τα γράμματα. Κάθε μέρα μαθαίναμε καινούργιες λέξεις. Κάθε μέρα ήταν διαφορετική. Όμως ο δάσκαλος ήθελε και βιβλία. Κι έπρεπε να πάει στη βιβλιοθήκη για να κάνει φωτοτυπίες για μας. Όμως εμείς δεν θέλαμε. Τον θέλαμε μαζί μας. Και κάθε μέρα ζητούσαμε από τον ουρανό να του φέρει βιβλία για να τα έχει μαζί του και να μείνει μαζί μας. Μα κανείς δεν του έφερνε βιβλία. Μια μέρα τον είδα στο μικρό του γραφείο να κλαίει. Ευτυχώς δεν με είδε κι έκλεισα και πάλι την πόρτα. Ήθελα να κάνω κι εγώ κάτι μα δεν ήξερα. Έπρεπε να μάθω ακόμα πολλά πράγματα για να τον βοηθήσω. Έπρεπε να μάθω να διαβάζω και να γράφω. Τον αγκαλιάζαμε μα ξέραμε πως ήταν λυπημένος. Εκείνος που αγαπούσε τόσο πολύ τα βιβλία, δεν είχε ούτε ένα για μας. Έβαζε όλο και πιο συχνά τα γυαλιά του για να μας κρύψει τα βουρκωμένα του μάτια. Μα εμείς ξέραμε από πόνο και κοιτάζαμε μόνο την καρδιά του. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε γιατί κανείς δεν έγραφε βιβλία για μας, μα δεν καταλαβαίναμε. Ώσπου μια μέρα, μετά από ένα νέο μάθημα του δασκάλου μας, μάθαμε ότι τα βιβλία δεν ανήκουν στις ειδικές ανάγκες.