971 - Συνθήκες και πραγματικότητες

Ν. Λυγερός

Οι συμβατικές δεσμεύσεις της Τουρκίας από τη Συνθήκη της Λωζάνης, από την οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τη Σύμβαση της Ρώμης, από την έβδομη αρχή της τελικής πράξης του Ελσίνκι, από την πράξη της συνάντησης της Βιέννης, από την πράξη της διάσκεψης της Κοπεγχάγης, από τον Χάρτη του Παρισιού και από την έκθεση της συνάντησης στη Γενεύη, δεν κατάφεραν να την εμποδίσουν όσον αφορά στις απάνθρωπες αποφάσεις που πήρε διαχρονικά. Δεν υπάρχει κανένας λαός, με τη γεωγραφική του έννοια, που να μην έχει υποφέρει από τη σκληρή τακτική της. Βέβαια, οι νομικίστικες διαδικασίες που υπάρχουν εναντίον της αποτελούν βήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως για την προσαρμογή της στα ευρωπαϊκά δεδομένα χρειάζονται άλματα. Η μη αναγνώριση των γενοκτονιών των Αρμενίων, των Ποντίων,. είναι απόλυτα ενδεικτικές, όμως εδώ αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι η μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ συνόλων και πραγματικοτήτων.

Σε ένα κανονικό και δημοκρατικό πλαίσιο, οι συνθήκες έχουν ένα συγκεκριμένο νόημα. Το πρόβλημα προκύπτει όταν δεν υπάρχει αυτό το πλαίσιο. Η ιστορία έχει αποδείξει με συμβολικά γεγονότα ότι οι συμβάσεις μεταξύ σκληρών και δημοκρατικών καθεστώτων όχι μόνο δεν είναι ουσιαστικές αλλά επικίνδυνες. Δεν είναι ουσιαστικές διότι καταπατούνται συστηματικά από τη μη δημοκρατική πλευρά. Και είναι επικίνδυνες διότι δίνουν την εντύπωση της ασφάλειας στους δημοκρατικούς λαούς. Το παράδοξο είναι ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί γνωρίζουν αυτήν την πραγματικότητα, όμως όπως θεωρούν ότι δεν μπορούν να επιτύχουν ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, επιδιώκουν μια σύμβαση που στην ουσία έχει περισσότερο να κάνει με μη ευφυή συμβιβασμό. Διότι από τη σκληρή πλευρά δεν υπάρχει καμία ουσιαστική δέσμευση ενώ η δημοκρατική πλευρά θεωρεί ότι πρέπει να τηρήσει τον θεσμικό λόγο της. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια περίεργη ασυμμετρία, η οποία είναι ένα θετικό πεδίο για το σκληρό καθεστώς.

Το θέμα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αφορά το Κυπριακό, το Αιγαίο, τη Θράκη, αλλά όλη την οντότητά της. Δεν πρέπει να προσπαθούμε να φτιάξουμε τμηματικές σχέσεις. Το θέμα αφορά την ευρωπαϊκή ολότητα. Ως σύστημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να πάρει μια συνολική και συλλογική απόφαση, δίχως κάθε κράτος-μέλος να κοιτάζει το δικό του πολιτικό κόστος. Αν ο καθένας υποστεί μόνος αυτό το κόστος, θα είναι σίγουρα μεγάλο για τον καθένα. Ενώ άμα κοιτάξουμε το πρόβλημα συνολικά και ομαδικά, θα αντιληφθούμε ότι όχι μόνο τοπικά δεν υπάρχει κόστος, αλλά και ότι στο γενικό επίπεδο το κόστος οδηγεί στην ειδική σύμβαση που ούτως ή άλλως είναι θετική, διότι δίνει ένα ευρωπαϊκό στίγμα στα σύνορά μας δίχως να αγγίζει τον πυρήνα μας.