Ο πρώτος ξενιτεμένος
Ν. Λυγερός
Μέλλον. Το τυφλό παιδί: Στον άγνωστο. Πάρε με στην αγκαλιά σου. Ο άγνωστος τον αγκαλιάζει και τον κρατά στα χέρια του. Δεν είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω. Άγνωστος: Το ξέρω... Μόνο που οι άλλοι... Το τυφλό παιδί: Κρυφά. Ναι, ξέρω... Δεν τα βλέπουν όλα. Ο άγνωστος χαμογελά και το τυφλό παιδί κάνει το ίδι o. Άγνωστος: Ήσουν πολύ μικρός τότε... Το τυφλό παιδί: Στα κοιμητήρια δεν υπάρχουν παιδιά! Άγνωστος: Τα είδες όλα. Το τυφλό παιδί: Ναι... Κανείς δεν προσέχει τι βλέπουν οι τυφλοί. Άγνωστος: Οι τάφοι βλέπουν μόνο το βάθος. Το τυφλό παιδί: Όπως κι εμείς... Χρόνος. Ήξερα ότι θα ξανάρθεις... Χρόνος. Το τυφλό παιδί τον αγκαλιάζει πιο δυνατά. Τώρα ξέρω ότι δεν θα πεθάνουμε άδικα. Άγνωστος: Δυστυχώς δεν ήρθε ακόμα η ώρα μας. Το τυφλό παιδί τον κοιτάζει στα μάτια . Το τυφλό παιδί: Θα μας βασανίσουν; Τέλος του μέλλοντος. Στο σπίτι της Μαρίας ... Κώστας: Άρχισε η ιστορία! Μαρία: Μα ποιος την κατανοεί; Κώστας: Το πεπρωμένο που γράφουμε... Χρόνος. Μαρία: Εγώ νόμιζα πως ήταν γραμμένο. Κώστας: Τίποτα δεν είναι γραμμένο. Η ιστορία μάς είχε ξεχάσει. Μαρία: Ζούσαμε ένα όνειρο. Κώστας: Ένα ξεχασμένο όνειρο. Μαρία: Και τώρα τι θ' απογίνουμε; Κώστας: Οι χορδές του χρόνου... Μαρία: Οι χορδές του χρόνου; Κώστας: Εκείνες καταγράφουν την ιστορία. Μαρία: Και αν δεν ανήκουμε στην ιστορία; Κώστας: Οι άγνωστοι άνοιξαν τις πύλες. Μαρία: Δεν φοβάσαι; Κώστας: Φοβάμαι... Χρόνος. Τώρα όμως υπάρχει λόγος. Μαρία: Ενώ πριν; Κώστας: Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε. Χρόνος. Δεν υπήρχαμε. Μαρία: Και τώρα που υπάρχουμε μήπως είναι για να πεθάνουμε; Κώστας: Άλλοι πέθαναν για δώδεκα φύλλα, εμείς θα πεθάνουμε για τα παιδιά μας. Μαρία: Θέλω κι εγώ να ζήσει η ιστορία μας ακόμα και αν πρέπει να πεθάνουμε γι' αυτό το λόγο. Κώστας: Το μέλλον θα το δείξει. Μαρία: Το σημαντικό είναι να έχουμε μέλλον ό,τι και να είναι. Κώστας: Η ιστορία μας είχε πεθάνει με το παρελθόν. Μαρία: Ήταν αλήθεια λοιπόν... Οι άγνωστοι αναστήλωσαν την ιστορία. Ξέρεις πού είναι τώρα; Κώστας: Εκεί που τέλειωσε η ιστορία. Στο βαγόνι ενός τρένου. Το μπουλούκι ρίχνει τον μικρό Αλέξανδρο. Εκείνος πέφτει στα χέρια του αγνώστου, είναι λιπόθυμος. Ιάκωβος: Είναι ζωντανός; Άγνωστος: Ναι ζει! Του χαϊδεύει το πρόσωπο. Το τυφλό παιδί: Θέλω να τον πιάσω κι εγώ. Το τυφλό παιδί τού πιάνει το πρόσωπο. Αλέξανδρε, Αλέξανδρε! Άγνωστη: Πρέπει να ξεκουραστεί. Το τυφλό παιδί: Όχι, πρέπει να ζήσει! Χρόνος. Αλέξανδρε! Ο Αλέξανδρος ανοίγει τα μάτια του και τα κλείνει. Πιάνει το πρόσωπο του φίλου του. Αλέξανδρος: Τα έχω μέσα μου, μη φοβάσαι! |
|