127 - Ερμηνευτικές σημειώσεις περί του Requiem τού Mozart
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου
Από τις πρώτες κιόλας νότες το βάθος και η βαρύτητα είναι παρόντα με μια ένταση στο όριο του ανυπόφορου. Η εισαγωγή φωνητικών φέρει ένα ανθρώπινο στοιχείο στη μουσική τούτη που μοιάζει θεϊκή. Ως εάν το θείο, με την μεγαλοφυία του, κατάφερε να φτάσει την κορυφή, τη γνώση.
Κι έπειτα έρχεται η γλυκύτητα τούτη, τόσο κοντά στον πόνο, που αγγίζει τις αισθήσεις όχι μόνον με το συναίσθημα, μα πάνω απ᾽όλα με την ανάσα της, που ξεχειλίζει από μια ενέργεια της απελπισίας ή καλύτερα της απουσίας ελπίδας, της επίγνωσης της μοναξιάς. Η σιγουριά τού να είναι μια ιδιομορφία, η οποία δεν οφείλει τίποτε σε κάποιον δημιουργό, αλλά μονάχα στη δημιουργική σκέψη της ύπαρξης. Μια αίσθηση εκπλήρωσης μέσω της μεγαλοφυίας και μόνον εκείνης.
Η θεϊκή πτυχή του requiem φαίνεται σιγά-σιγά ένα πρόσχημα, μια αιτιολόγηση της θέλησης να πετύχει την τελειότητα, όχι πλέον με τρόπο εσχατολογικό, μα ως μία υπαρξιακή ανάγκη. Για τον θνητό, μόνον το θείο μπορεί να δικαιολογήσει τη φιλοδοξία της δημιουργικής μεγαλοφυΐας. Πώς, όμως, να μην εισπράττει κανείς την ιδέα τούτη της αμετάκλητης μετατροπής κάθε συνήθους διαδικασίας, για να γίνει υπερβατική χάρη στη φαινομενική απλότητα μιας μουσικής αποκαλούμενης προσιτής. Η δημιουργική πράξη εμφανίζεται τότε ως ακόμη πιο όμορφη, που είναι δομημένη με τακτικά στοιχεία. Όσο για τη δύναμη της φωνής, πετυχαίνει να πει το άφατο, η αφαίρεση του καθαρού ήχου καθίσταται μοναδική, αυξανόμενη και διεισδυτική. Όπως μια μεταμόρφωση που δεν φαίνεται εκ πρώτης παρά μόνο μία ήπια τροποποίηση, μα της οποίας η τελική μετατροπή είναι ένα στοιχείο απαράμιλλο.
Κάθε νότα είναι μία ενέργεια ύλης: η έκφραση μιας εσωτερικής φώτισης, μια εμπειρία εγγενής και συμπαντική. Η μόνη ικανή να θεοποιήσει το ανθρώπινο στοιχείο του δημιουργού. Στη συνέχεια, η ερμηνεία των εγχόρδων κατευνάζει τις ανυπόφορες έγνοιες του πνεύματος, που αναπαριστά το εγχείρημα τούτο. Σιγά-σιγά η πολυπλοκότητα, μέσω του δομημένου συνόλου των φωνητικών, αναδύεται διακριτικά, διότι ποτέ δεν αγνοείται, πάντοτε λανθάνουσα, κρυμμένη και εμφανής για κείνον που ξέρει να βλέπει χωρίς τα μάτια.
Πώς να μη δεις σε τούτη τη σύνθεση την ξέφρενη αναζήτηση να εκφράσει μοναδικά τo ουσιαστικό· ως εάν όλες οι άλλες αξίες της ζωής είχανε χάσει το νόημά τους. Με ειλικρίνεια, ο Mozart δείχνει το μονοπάτι σε αυτόν τον άγνωστο ακόμη γνωστικό χώρο. Γιατί ν᾽ αναζητούμε τις λεπτομέρειες, όταν η μεγαλοφυΐα μπορεί εν τέλει να επιτύχει, με το έργο της, την ουσία της ύπαρξης;
Ωστόσο, σε τούτη τη νοητική αναζήτηση, πώς ν᾽ αποκλείσεις την ένταση του συναισθήματος: η ιδιότητα του ανθρώπινου, με την οποία ο αλτρουισμός μετατρέπεται σε ανθρωπισμό, μέσω της μύησης, αναζητά την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Σήμερα, είναι σαφές πως πιο σημαντική πτυχή αυτού του έργου δεν είναι ο θρησκευτικός χαρακτήρας του, μα η νοητική του ισχύς που προκύπτει από τη μάχη τούτη με τα στοιχεία. Όχι μια μάχη κατά του πεπρωμένου, μα στη δημιουργία αυτού μέσω του έργου: μοναδικό μέσο για να πετύχει κανείς τη συμπαντική ομορφιά.
Έτσι, ακόμη και το τέλος ερμηνεύτηκε ως μία γένεσις, μία πραγματική αμφισβήτηση του ατόμου που συνειδητοποιεί την ικανότητά του να μεταμορφώνει τον κόσμο και μέσ᾽ απ᾽ αυτόν, να μεταμορφώνει την ίδια του τη φύση σε μια υπερβατική ορμή.
Τη φορά τούτη η μεταμόρφωση πραγματοποιείται και τίποτε πλέον δεν μπορεί να τη σταματήσει. Σαν μία επανάσταση εν εξελίξει, η οποία δεν βρίσκεται εις αναζήτησιν και δεν θέλει να αρκείται σε μια σταθερότητα, μα σε μια αιώνια ανισορροπία: τη μόνη ικανή να παράγει τα απαραίτητα αφηρημένα μοτίβα, η οποία συνθέτει τη γνώση και την ανθρώπινη φιλοδοξία. Δεν πρόκειται πλέον να στοιχηματίσει, μα να δημιουργήσει αφ᾽ εαυτής της, μόνη στο χείλος τής ύπαρξης.
Πώς, λοιπόν, να μη νιώσεις αυτή την αίσθηση της ελευθερίας: όχι εκείνης του ελευθεριακού, ούτε και του ελεύθερου στοχαστή, μα εκείνου που δεν φοβάται τίποτε πια, διότι έχει συνείδηση της ικανότητάς του να παραβιάζει τα ανθρώπινα όρια για να επιτυγχάνει το απόλυτο. Και η συνείδησή του καθίσταται ευρεία, σαν ένα φάσμα που εκρήγνυται για να καλύψει με τη μεγαλοσύνη του τον κόσμο, για να του επιτραπεί να συλλάβει το θεμελιώδες, το οποίο ούτε μπορούσε, ούτε ήξερε να κάνει κατά τη διάρκεια όλης του της ζωής. Όμως εδώ, το πνεύμα του συλλαμβάνει την ιδέα πως η γέννησή του δεν είχε άλλον σκοπό παρά αυτή την πραγματοποίηση του ακραίου: την απόδειξη της ανθρώπινης ικανότητας ν᾽ αγγίξει με το δάχτυλο τον ανέγγιχτο δημιουργό τον οποίο παλαιόθεν ονομάζουμε Θεό και, με το δώρο της φωτιάς, να δείξει πως το προμηθεακό παράδειγμα φωτίζει το θείο με την ίδια τη φύση τού ανθρώπου.