13714 - Πάνω στα τείχη
Ν. Λυγερός
– Δάσκαλε, γιατί είμαστε πάνω στα τείχη.
– Γιατί είναι το πρέπον, μαθητή.
Ήξερε για αυτή τη λέξη κι ήταν πάντα βαρυσήμαντη.
Δεν πρόσθεσε τίποτα.
Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα.
Ο εχθρός ήταν ήδη εδώ, μπροστά τους.
Και το πλήθος του ήταν είκοσι φορές μεγαλύτερο.
Η μάχη έξω από τα τείχη δεν είχε νόημα.
Η πολιορκία θα τέλειωνε μόνο με το θάνατο.
Ο Δάσκαλος κοίταζε τους βάρβαρους.
Δεν ήξεραν από κανόνια.
Γι’ αυτό καθυστερούσαν τόσο πολύ να πάρουν την Πόλη.
Επιπλέον οι δικοί του δεν μπορούσαν να βάλουν τον μεγάλο οπλισμό τους κοντά στα τείχη.
Ήταν πλέον παλιά και εύθραυστα
– Δάσκαλε, γιατί ρίχνουν έτσι.
– Η βαρβαρότητα δεν είναι γνώση.
– Ακόμα και τα μεγάλα κανόνια τους αργούν να χτυπήσουν.
– Έχουν πρόβλημα θερμοκρασίας και μπορούν να ρίξουν μόνο εφτά φορές την ημέρα.
– Πάλι καλά. Μα ρίχνουν τυχαία;
– Ακριβώς. Μέχρι να τους μάθει κάποιος…
– Ένας προδότης;
– Κανένας άλλος. Μόλις δεις να χτυπούν από τις δύο πλευρές την ίδια γωνία από τα τείχη θα ξέρεις…
– Ότι τους το είπε.
– Αλλά δεν έχουν δεξιοτεχνία.
– Τότε υπάρχει ελπίδα;
– Όχι.
Δεν ρώτησε τίποτα άλλο, ήξερε ότι ο Δάσκαλος ήξερε.
Όλα λοιπόν ήταν θέμα χρόνου.
Μα ο Δάσκαλος έλεγε ότι ο χρόνος είναι μαζί μας.
Δεν κρατήθηκε άλλο.
– Γιατί;
– Με την ποσότητα που έχουν θα καταφέρουν ν’ ανοίξουν τα τείχη ακόμα και δίχως τεχνική.
– Μα γιατί;
– Δεν προετοιμάζεσαι την ώρα της μάχης.
– Πριν;
– Πάντα!
– Μα το είχατε πει.
– Όμως κανείς δεν άκουσε.
– Και τώρα προσπαθούν όλοι.
– Γιατί βλέπουν πια τον εχθρό.
– Ενώ δεν έβλεπαν τον κίνδυνο.
– Δεν ήταν με τον Χρόνο.
Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Όλα ήταν πια εκτός προθεσμίας.
Τα θύματα δεν άκουσαν τους δίκαιους.
Κι έπεσε πάνω τους η βαρβαρότητα κι η φρίκη.
Δεν χωρούσε στο μυαλό του μαθητή.
– Δεν υπάρχει παράταση;
– Αυτή ζήσαμε δυόμιση αιώνες.
– Δάσκαλε τι κάνουμε τώρα;
– Πεθαίνουμε στα τείχη μας.