14043 - Η θαλασσινή φωτιά
Ν. Λυγερός
Η σφαγή της Χίου είχε γίνει και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ο ελληνικός λαός θα συνέχιζε τον αγώνα του ενάντια στη βαρβαρότητα. Οι περισσότεροι είχαν χάσει την πίστη τους. Το μόνο στο οποίο πίστευαν ήταν ότι ο Θεός τους είχε ξεχάσει. Κι όμως μερικοί σπάνιοι αγωνιστές ετοιμαζόταν ήδη να περάσουν στην αντεπίθεση. Ένας από αυτούς ήταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης. Αυτός σκέφτηκε να βάλει μπουρλότο όχι σ’ ένα τυχαίο πολεμικό καράβι της τουρκιάς αλλά στην ίδια τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τη σφαγή του λαού και την πυρπόληση του νησιού. Το είχε πάρει απόφαση όχι για να εκδικηθεί τη σφαγή των Χιωτών αλλά για να δείξει στους μαχητές και στους συμμάχους ότι η νοημοσύνη μπορούσε να νικήσει και τους πιο ισχυρούς. Το μόνο που περίμενε ήταν νύχτα δίχως φεγγάρι για να πέσει η ημισέληνος και να βυθιστεί στη θάλασσα του Ελληνισμού ακόμα κι αν αυτός ήταν πληγωμένος από αιώνες βαρβαρότητας. Επιπλέον εκείνες τις μέρες γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι ήταν μια καλή ευκαιρία για τον μπουρλοτιέρη.
– Κανένας δεν τόλμησε…
– Σταμάτα!
– Τι;
– Θα ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Παπανικολή.
– Είσαι τρελός;
– Είμαι πανέτοιμος.
– Κι αν σε πιάσουν;
– Μόνο η φωτιά θα με πιάσει.
– Ένα καΐκι να τα βάλει με ναυαρχίδα! Τι άλλο θ’ ακούσω.
– Την ιστορία του μέλλοντος.
– Ποιος σου έβαλε αυτήν την ιδέα;
– Η ανάγκη!
– Σφάγιασαν ένα ολόκληρο λαό κι εσύ θα τα βάλεις μαζί τους.
– Ναι! Γιατί δεν έπρεπε!
– Και ποιος θα έρθει μαζί σου;
– Εσύ!
– Κωνσταντίνε ξεπερνάς τα όρια.
– Ανδρέα, είμαστε Έλληνες και ισάξιοι.
– Τρελοί, θες να πεις.
– Θα έρθεις λοιπόν.
– Και βέβαια!
Ο Κανάρης κι ο Πιπίνος με τους άντρες τους προχωρούσαν σιωπηλά πάνω στη θάλασσα σε αντίθεση με το θόρυβο της γιορτής των δύο χιλιάδων στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας. Κανένας από τους Έλληνες δεν μιλούσε, ήξεραν όλοι τους ότι ο παραμικρός θόρυβος θα ήταν ο θάνατός τους πριν την εκτέλεση της αποστολής. Για μετά δεν είχαν κανένα φόβο. Ο καθένας επέλεξε τον στόχο του. Η Ομάδα του Κανάρη έδεσε στη ναυαρχίδα. Τότε όλα τα χέρια έγιναν ένα. Δεν υπήρχε επιλογή. Έπρεπε να ήταν μία και καλή. Όλα ήταν έτοιμα. Έκαναν το σταυρό τους κι απομακρύνθηκαν αλλά το φιτίλι έκαιγε ήδη. Κι έτσι έλαμψε η φωτιά της έκρηξης που μεταδόθηκε σ’ όλη τη ναυαρχίδα. Μερικοί προσπάθησαν να σωθούν αλλά τους πρόλαβε η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης. Η θαλασσινή φωτιά έκαψε τα πάντα και μαζί έσβησαν ο ναύαρχος, οι αξιωματικοί και οι ναύτες. Η φωτιά των Ελλήνων είχε νικήσει τη βαρβαρότητα που είχε σφάξει τη Χίο. Και τώρα, το παράδειγμα της αντίστασης παραμένει ζωντανό σε όλες τις καρδιές των μαχητών της πατρίδας μας.