141 - Ο Ludwig Wittgenstein ή η σύνθεση της εικόνας και της γλώσσας

Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου

Συναισθανόμενος την ανωτερότητα της σημειολογίας έναντι της γραμματικής σύνταξης, ο Ludwig Wittgenstein ήταν πάντοτε προσηλωμένος σε μια χρήση της γλώσσας που δεν απομακρύνει τη σκέψη. Καθώς η γλώσσα είναι το κύριο μέσο της σκέψης (για την ώρα τουλάχιστον), ο ομιλητής – προφορική αναπαράσταση της σκέψης – οφείλει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός κατά την επιλογή των λόγων του, για να εκφράζει, και τούτο με τρόπο μοναδικό, την ιδέα που επινόησε. Μία από τις μεθόδους που αναπτύχθηκαν από τον Ludwig Wittgenstein, για να αναδείξει το πρόβλημα της πολυσημίας, είναι η μελέτη των παιγνίων της γλώσσας. Αυτό του επέτρεψε να προχωρήσει στην ουσία, χάρη σε μια σειρά από μονοσήμαντες φράσεις – φορτισμένες με νόημα – που σχημάτιζαν ένα δομημένο σχήμα ισομορφικό με μια νοητική εικόνα. Πράγματι, ο αναγνώστης του – εφόσον ο ίδιος έχει ένα επαρκώς αφαιρετικό πνεύμα – συλλαμβάνει σφαιρικά το θέμα της παρουσίασης δίχως να χάνεται σ’ έναν λαβύρινθο από εσφαλμένες ερμηνείες, που παράγουν ένα κείμενο μη ανακλαστικό.

Όπως το επεσήμανε ο Thomas Riepe (Wittgenstin’s thinking), o Ludwig Wttgenstein δεν επέλεξε να βελτιώσει το αδύνατο σημείο του (τα λάθη της σύνταξης), μα να αναπτύξει το ισχυρότερο σημείο του (τη δύναμη της σημειωτικής δια μέσου μιας σύναξης πρωτότυπης και καινοτόμας). Μία επιλογή κρίσιμη για τη δημιουργία του έργου του. Νομίζουμε επί πλέον ότι η επιλογή είναι γενική. Πράγματι, πρέπει να αφιερώνει κανείς τη δημιουργικότητά του σε ό,τι ξέρει να κάνει καλύτερα.

Ας διεισδύσουμε τώρα στο πρόβλημα που ετέθη από τον Machteld Vos de Wael (Image-thinking), στο πλαίσιο μιας ειδικής προβληματικής γύρω από τη γλώσσα και την εικόνα στο έργο του Wittgenstein. Είναι, τρόπον τινά, σαφές πως δεν υπάρχει προφανής διάκριση μεταξύ αυτών των δύο απόψεων της σκέψης του. Το έργο του δείχνει, με τρόπο αποτελεσματικό, πως η σκέψη του οικοδομείται πάνω στον συνδυασμό και των δύο.

Είναι αληθές πως η γλώσσα μπορεί να φαίνεται, εκ πρώτης, σαν μια μονοδιάστατη μορφή της σκέψης, ενώ η εικόνα είναι πολυδιάστατη. Ωστόσο, ακόμη και αν η πρόταση τούτη είναι αλήθεια, δεν θα αποδείκνυε μια ιεραρχία στη σκέψη υπέρ της εικόνας. Πράγματι, στην ακραία περίπτωση των μαθηματικών είναι πολύ σύνηθες να προσεγγίζουμε προβλήματα δια των δύο αυτών οπτικών (γλώσσα: συνδυαστική και εικόνα: γεωμετρία). Ανάλογα με τη φύση του προβλήματος η μία από τις δύο αυτές επιλογές είναι πιο αποτελεσματική από την άλλη.

Η ακρίβεια της αρχικής πρότασης της προηγούμενης παραγράφου θα είχε αποδοθεί στην ακόλουθη σιωπηρή παραδοχή: την υπεροχή του χώρου ή της συγχρονικής άποψης. Όμως, γιατί να μην βλέπουμε πως η γλώσσα υποκρύπτει εντός της χρονικές διαστάσεις πολύ περισσότερες από αυτήν μιας εικόνας και, συνεπώς, είναι πλουσιότερη σε διαχρονικό επίπεδο. Ένα γνωστό φαινόμενο των δημιουργών δοκιμασιών, καθώς οι προφορικές δοκιμασίες προϋποθέτουν για να είναι επιλύσιμες μία κρυσταλλωμένη διάνοια, ενώ άλλες ευνοούν μια διάνοια ρευστή.
Επίσης, αν κανείς παρατηρήσει την εικόνα και τη γλώσσα στον γνωστικό χωροχρόνο, ο ρόλος τους είναι διπλός. Είναι, επί πλέον, αξιοσημείωτο πως η ιδέα τούτη εμπεριέχεται στη γλώσσα. Πράγματι, τουλάχιστον στη γαλλική και στην ελληνική για να εκφράσουμε τη λέξη ‘κατανοώ’, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τόσο τη λέξη ‘αντιλαμβάνομαι’ όσο και τη λέξη ‘βλέπω’.

Είναι αληθές πως ο καθένας μας έχει όχι μόνο μία καθαρά νοητική λειτουργία, αλλά και έναν χαρακτήρα που επηρεάζει αναμφίβολα την επιλογή στρατηγικών επίλυσης. Εν τούτοις, είμαστε ακόμη πιο ισχυροί (brainpower), όταν είμαστε ικανοί – με μια συνειδητή διαδικασία σύνθεσης – να αξιοποιούμε σε πλήρη έκταση όλα τα εργαλεία που διαθέτει η σκέψη μας.