14127 - Όταν χιόνισε πέτρα

Ν. Λυγερός

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα ηλιόλουστο νησί δύο μικροί άνθρωποι περίμεναν τα Χριστούγεννα. Ήθελαν να δουν το χιόνι για το οποίο μιλούσαν όλοι οι άνθρωποι. Εδώ και χρόνια άκουγαν για αυτό το θαύμα του ουρανού, αλλά δεν το είχαν δει ποτέ και δεν ήξεραν με τι μοιάζει ακριβώς. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι ήταν λευκό. Κάθε μέρα, μόλις τελείωνε η νύχτα ξυπνούσαν για να δουν αν είχε πέσει. Αλλά δεν έβλεπαν τίποτα. Προσπάθησαν να εξηγήσουν στους ανθρώπους το πρόβλημά τους, αλλά δεν τους έδιναν σημασία. Όλοι θεωρούσαν ότι ήταν ασήμαντο. Για τους άλλους το χιόνι ήταν απλώς μια άλλη μορφή του νερού. Μάλιστα γι’ αυτό το λόγο μπορούσαν να το δαγκώσουν και να το πιουν. Κάθε μέρα περίμεναν να γίνει το θαύμα. Αλλά μέχρι την ημέρα των Χριστουγέννων δεν είχε γίνει τίποτα. Ενώ όλοι ήταν χαρούμενοι για τα δώρα που θα άνοιγαν, οι μικροί άνθρωποι ήταν στενοχωρημένοι. Δίχως χαρά, άνοιξαν επιτέλους τα δώρα τους. Έτσι βρήκαν δύο κουτιά. Το ένα έγραφε είμαι το άλλο. Και το άλλο έγραφε είμαι το άλλο άλλο. Στην αρχή δεν κατάλαβαν το μήνυμα, αλλά μετά από σκέψη ακολούθησαν τα βήματα του Δασκάλου. Έπρεπε να σκεφτούν ακόμα περισσότερο. Άνοιξαν τα κουτιά. Το ένα είχε μια πέτρα και το άλλο πούδρα. Πώς μπορούσαν να είναι το ίδιο; Έπρεπε να εξετάσουν το πρόβλημα αλλιώς. Έπιασαν την πέτρα και την πούδρα. Ήταν εντελώς διαφορετικά. Κι όμως το αίνιγμα είχε μια λύση. Αποφάσισαν να θεωρήσουν ότι είναι μια πρόκληση. Μια νέα άσκηση είχε αρχίσει. Θυμήθηκαν το κείμενο που τους είχε πει να διαβάσουν, μιλούσε για την πέτρα και το σπαθί. Και τότε κατάλαβαν ότι η πούδρα ήταν η πέτρα και η πέτρα, η πούδρα, χάρη στο σπαθί. Τότε από τη χαρά τους πέταξαν την πούδρα στον ουρανό κι άρχισε να χιονίζει κάτω από τον ήλιο. Κι όταν το δοκίμασαν κατάλαβαν ότι ήταν η πέτρα για την οποία τους είχε μιλήσει. Η βραζόπετρα είχε γίνει χιόνι με τη νοημοσύνη. Ήταν για πρώτη φορά τόσο χαρούμενοι. Κι από τότε αποφάσισαν να τη βάλουν στο ψωμί τους για να την έχουν κάθε μέρα μέσα τους. Έτσι γεννήθηκε το ζεόψωμο. Που είχε τη δύναμη της ανθρωπιάς. Και ζήσαν αυτοί χαρούμενοι κι εμείς μεταχαρούμενοι.