14872 - Κύριε, κύριε.
Ν. Λυγερός
Ο κόσμος είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει στο τραίνο πάντα σιωπηλός. Και μόλις έβρισκαν τη θέση τους μέσα στο βαγόνι τους, κοίταζαν από το παράθυρο, το σταθμό. Λες και όλη τους η ιστορία είχε καρφωθεί πάνω στην πινακίδα που κατέγραφε με μαύρα γράμματα την Ορεστιάδα, όπως ήταν από παλιά. Έτσι το βλέμμα αντίκρισε και την κυρία με το παράξενο καπέλο. Στεκόταν ακίνητη, δίπλα από το μικρό της μπαούλο και φώναζε όσο πιο δυνατά γινόταν.
-Κύριε; Κύριε.
Κι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε την εκκλησία. Προσπαθούσε να βρει κάποιον από το τραίνο να τη βοηθήσει να κουβαλήσει το πολύτιμο φορτίο της. Δεν το είχε ζητήσει σε κανέναν άλλο επιβάτη. Ντρεπόταν. Και τώρα ανάμεσα στο σταθμό και στο τραίνο φώναζε για τη δικαιοσύνη.
-Κύριε, κύριε.
Τότε ο Δάσκαλος κι ο μαθητής που ήταν ακόμα στο σταθμό για τη μελέτη τους είδαν τον υπάλληλο με τη στολή του να έρχεται προς το μέρος της.