16938 - Ζωντανό Μουσείο
Ν. Λυγερός
Δεν έπρεπε να πεθάνει.
Άνηκε στους μάρτυρες της ξεχασμένης ιστορίας.
Και η ζωή του ήταν η μνημοσύνη των νεκρών.
Θα άντεχε τα πάντα για τους δικούς του.
Ήταν θέμα δικαιοσύνης.
Κι όταν έγινε ο πόλεμος στην παλιά ήπειρο πήρε μια τρομερή απόφαση.
Ο δίχρωμος ήλιος θα πάλευε για την απελευθέρωση των θυμάτων πέρα από κάθε όριο των ωκεανών.
Κανείς από τους δικούς του δεν κατάλαβε την θέλησή του.
Αλλά όλοι ήξεραν ότι θα έκανε το πρέπον.
Διότι από μικρός τους μιλούσε για την Ανθρωπότητα.
Όταν έβαλε για πρώτη φορά τη στολή του, έμοιαζε επιτέλους με τους άλλους.
Μόνο που κανείς δεν του έμοιαζε.
Πρόσθεσε τα χρώματα της μάχης.
Ήταν πια έτοιμος να σηκώσει κι άλλα βάρη.
Γιατί έτσι θα έδειχνε στους βάρβαρους ότι δεν θα έκανε πίσω μέχρι να νικήσει.
Δεν μέτρησε πόσο κράτησε το ταξίδι του με το καράβι.
Δεν είχε σημασία.
Ήθελε να βγει στην ξηρά για να πολεμήσει όλους αυτούς που έλεγαν ότι μόνο ένα χρώμα είναι σωστό.
Ό,τι και να σκεφτόντουσαν για τα χρώματα ήξερε ότι ήταν λάθος.
Ένας σπασμένος σταυρός από τη βαρβαρότητα δεν μπορούσε να ήταν σημάδι των αθώων και των δίκαιων;
Είχε μάθει από την αρχή ότι θα πολεμούσε κτήνη βαρβαρότητας που δεν υπολόγιζαν καμιά ζωή ανθρώπων.
Όταν έφτασαν το τοπίο ήταν τόσο διαφορετικό που έμεινε άφωνος.
Περπατούσε σε μια αρχαία αγορά.
Κι εκεί βρήκε μια ανθισμένη πασχαλιά.
Στο ίδιο μέρος ανακάλυψε κορμιά μαρμάρων.
Δεν ήξερε ότι κι άλλοι σαν αυτόν είχαν σκαλίσει την πέτρα.
Για να της προσθέσουν την ανθρώπινη μνημοσύνη.
Τώρα όμως που την έβλεπε, μάθαινε ότι και αυτοί ήταν δικοί του.