171 - Ελεύθερος πολιορκημένος

Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου

Μες το σκοτάδι.

Kaliayev, ζοφερός
Οκτώ μέρες κρυμμένος. Σ’ αυτό το σκοτάδι που καταπίνει τα λόγια.

Σιγά-σιγά φωτίζει. Ο Kaliayev γέρνει πάνω στο τραπέζι, τα χέρια σαν σταυρό. Σηκώνεται αργά.

Kaliayev
Μόνο που δεν ξέρουν πως η μοναξιά είναι ο πιο πιστός φίλος, ο πιο εχέμυθος. Αυτός που δεν μας εγκαταλείπει παρά μόνον όταν είμαστε με συντροφιά. Δεν μπορούν να με χωρίσουν από τ’ αδέρφια μου.
Αλλαγή τόνου.
Αναζητούν ένα αδύναμο σημείο και περιμένουν από μένα μια ευαίσθητη στάση, δάκρυα και μεταμέλεια. Δεν θα καταφέρουν τίποτε!
Σιωπή. Γέρνει, τα χέρια σε κύκλο.
Ο καθένας χτίζει τείχη γύρω του για να ζήσει τις πιο μεγάλες στιγμές της ζωής του. Κι η θάλασσα του πόνου σκληραίνει τη λάβα της ψυχής.
Αλλαγή τόνου. Ανασηκώνεται.
Πέταξα τη βόμβα πάνω στην τυραννία, όχι πάνω σε κάποιον άνθρωπο. Μπορούν να με σκοτώσουν, όχι να με κρίνουν!
Σιωπή.
Ο Θεός τίποτε δεν μπορεί να κάνει. Η δικαιοσύνη είναι δική μας υπόθεση!
Χρόνος.
Όπως στον θρύλο του Άι Δημήτρη…
Αναπολώντας.
Είχε συνάντηση μέσα στη στέπα με τον ίδιο τον Θεό και βιαζόταν καθώς συνάντησε έναν αγρότη που το κάρο του είχε κολλήσει στη λάσπη. Τότε ο Αι-Δημήτρης τον βοήθησε. Η λάσπη ήταν πυκνή, ο λάκκος βαθύς. Αναγκάστηκε να πολεμάει για μια ώρα. Κι όταν είχε τελειώσει, ο Άι-Δημήτρης έτρεξε για τη συνάντηση. Μα ο Θεός δεν ήταν πια εκεί.
Χρόνος.
Υπάρχουν εκείνοι που πάντα θα φτάνουν αργά στο ραντεβού, γιατί υπάρχουν πολλά κάρα κολλημένα στη λάσπη και πάρα πολλά αδέρφια για να βοηθήσουμε.
Σιωπή. Ακτινοβολώντας.
Δεν αποκαλύψαμε παρά μόνον πως η ιδέα μπορεί να σκοτώσει έναν μέγα-δούκα, μα δύσκολα μπορεί να σκοτώσει παιδιά, το ξέραμε. Η δικαιοσύνη, ακόμη κι η πιο ακραία, δεν μπορεί να σκοτώσει την αθωότητα. Κι όμως δεν χάνει γι’ αυτό το νόημά της. Αντιθέτως, τούτο φανερώνει την αξιοσύνη και την ανθρωπιά της.
Χρόνος. Με επαναστατικό τόνο.
Ο μέγας-δούκας ενσάρκωνε την υπέρτατη αδικία, εκείνη που κάνει, αιώνες τώρα, τον ρωσικό λαό να βογγάει. Γι’ αυτό, έλαβε μόνον προνόμια. Ακόμη κι αν έκανα λάθος, η φυλακή και ο θάνατος είναι η αμοιβή μου. Ληστεύοντας την νεότητά μας, μας ωθούν να ζούμε για να πεθάνουμε.
Χρόνος.
Αν εγώ δεν πέθαινα, τότε θα ήμουν ένας δολοφόνος. Κι η Αγία Εκκλησία δεν έχει τίποτε να κάνει εδώ. Ακόμη κι αν έχει υπηρετήσει έναν δάσκαλο, που κι εκείνος γνώρισε τη φυλακή, οι καιροί έχουν αλλάξει. Κι η Αγία Εκκλησία επέλεξε από την κληρονομιά του δασκάλου της… Κράτησε για τον εαυτό της τη χάρη και άφησε σε μας το μέλημα ν’ ασκούμε τη φιλανθρωπία.
Σιωπή. Σηκώνει το δεξί χέρι, με απόγνωση.
Υπάρχει κάτι ακόμη πιο ποταπό κι απ’ το να είσαι δολοφόνος, είναι το να εξωθούν στο έγκλημα εκείνον που δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτό. Δεν ήμουνα φτιαγμένος για να σκοτώσω. Το αίμα πληγώνει την ίδια τη συμπόνια. Γι’ αυτό δεν θέλω να προσευχηθώ. Δεν υπολογίζω πια στη συνάντηση με τον Θεό. Μα πεθαίνοντας θα είμαι συνεπής στο ραντεβού που έχω με όσους αγαπώ, τ’ αδέρφια μου που αυτή τη στιγμή με σκέφτονται. Να προσεύχομαι θα ήταν να τους προδίδω.
Χρόνος. Παίρνει το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια.
Τώρα βλέπω το απόλυτο σκοτάδι. Ξέρω πως δεν θα είμαι πια ποτέ όπως πριν, ποτέ πια μόνος, γιατί η αγάπη και η φιλία σφυρηλατούν το πεπρωμένο μου, κι ο ορίζοντάς μου είναι καθαρός από κάθε προδοσία.
Χρόνος. Τα χέρια ενωμένα στο στήθος.
Ξέρω να είμαι ευτυχής. Έχω μια μακρά μάχη ν’ αντέξω και θα την αντέξω.
Πιο ψηλά, με ενθουσιασμό.
Όμως, όταν θα έχει βγει η ετυμηγορία, κι η εκτέλεση θα είναι έτοιμη, τότε, προχωρώντας προς την καρμανιόλα, θα στραφώ προς αυτόν τον πανάσχημο κόσμο και θ’ αφεθώ στην αγάπη που με γεμίζει. Γιατί υπάρχει μι’ αγάπη μακριά απ’ τον Θεό, είν’ αυτή του δημιουργήματος που δεν θέλω ούτε να καταστρέψω, ούτε να συγχωρήσω και που γι’ αυτήν θέλω να πεθάνω.
Χρόνος, με απόγνωση, σηκώνοντας τα χέρια.
Αυτοί που αγαπιούνται σήμερα πρέπει να πεθάνουν μαζί αν θέλουν να είν’ ενωμένοι. Η αδικία χωρίζει, η ντροπή, ο πόνος, το κακό που κάνουμε στους άλλους, το έγκλημα χωρίζουν. Το να ζεις είν’ ένα μαρτύριο αφού το να ζεις χωρίζει. Μόνο αν μπορούσε η ζωή να είναι ένα καλοκαίρι και να μη μπορούσαμε να πεθάνουμε δίχως νά ’χουμε καλοκαίρι.
Χρόνος. Αφήνει τα χέρια του να πέσουν πάνω στο τραπέζι.
Ο Θεός δεν απαντάται σ’ αυτήν τη γη. Και τα δικά μου ραντεβού είναι σ’ αυτήν τη γη. Ποτέ δεν έμαθα να σκύβω το κεφάλι, είχα πάντα τον φόβο μην το χάσω. Δεν έχω χρόνο πια να μετρώ τις πιθανότητές μου. Στο λυκόφως της ζωής μου βρίσκομαι στο χείλος της ουσίας.
Χρόνος. Σηκώνει τα χέρια, κατόπιν σηκώνεται σιγά-σιγά.
Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πως δύο υπάρξεις παραιτημένες από κάθε χαρά, αγαπιούνται μέσα στον πόνο δίχως να μπορούν να έχουν κανένα άλλο ραντεβού παρά μόνον αυτό με τον πόνο; Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πως το ίδιο σκοινί ενώνει τότε αυτές τις δύο υπάρξεις; Πρόκειται για τον μοναδικό δεσμό που μπορεί να σηκώσει το βάρος της ύπαρξής τους.
Όρθιος, τα χέρια υψωμένα.
Είν’ η μοναδική αγάπη που επιτρέπεται στους σκλάβους που θέλουν να ζήσουν ελεύθεροι· στο εφήμερο που ποθεί την αιωνιότητα!