1847 - Ελληνικές προσφυγές
Ν. Λυγερός
Το πλαίσιο των ελληνικών προσφυγών για την Ίμβρο, την Τένεδο και την Κωνσταντινούπολη, είναι σχετικά απλό εφόσον βασίζεται στην αρχή ότι ισχύει η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Με τις πρόσφατες αναφορές της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 6 Οκτωβρίου 2004 και στις 2 Φεβρουαρίου 2006, αυτό το πλαίσιο έχει σταθεροποιηθεί θετικά. Από απλή αναφορά το 2004, έγινε προδιαγραφή το 2006. Συνεπώς πρακτικά οι Έλληνες πρόσφυγες πρέπει, για να κάνουν μια προσφυγή, να έχουν τους τίτλους ιδιοκτησίας και τις βεβαιώσεις των φυσικών κληρονόμων, όπως και με τις κυπριακές προσφυγές. Επιπλέον, όπως τα έγγραφα είναι στα τουρκικά (για τα πρόσφατα) και στα οθωμανικά osmanli (για τα παλαιότερα), χρειάζεται και μια επίσημη μετάφραση στα αγγλικά ή στα γαλλικά. Στην ουσία, για να γίνει μια προσφυγή μέσω της Συνθήκης της Λωζάννης, πρέπει να αποδειχτεί ότι οι περιουσίες τους ήταν ελληνικές πριν την εποχή της Συνθήκης. Με άλλα λόγια, η περιουσία πρέπει να ανήκει στις εξαιρέσεις όσον αφορά στην ανταλλαγή. Με αυτόν τον τρόπο, η Συνθήκη της Λωζάννης αποκτά μια άλλη ιδιότητα για τις προσφυγές. Διότι μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, το αρνητικό της απόρριψης της Συνθήκης Σεβρών γίνεται θετικό για τους πρόσφυγες των εξαιρέσεων. Πρέπει, όμως, να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους οι πρόσφυγές μας, αλλιώς το θετικό πλαίσιο είναι άχρηστο. Τώρα οι προσφυγές έχουν μία άλλη προέκταση διότι ενσωματώνουν στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δημιουργούν ένα κατάλληλο πεδίο δράσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το πλαίσιο διαπραγμάτευσης επιτρέπει τη διεξαγωγή προσφυγών. Η φάση δεν είναι επιθετική αλλά δυναμική. Το ατομικό επίπεδο των προσφυγών προσφέρει δυνατότητες που δεν έχουν τα κράτη. Οι διπλωματικές φάσεις λειτουργούν ως τεκτονικές κινήσεις και είναι αναπόφευκτα χρονοβόρες διότι χρησιμοποιούν μόνο ελιγμούς και όχι συνδυασμούς. Η συνδυαστική των προσφυγών είναι αποδοτική διότι λειτουργούν σχεδόν ανεξάρτητα από το διπλωματικό πεδίο. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου βασίζονται μόνο στην έννοια της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι υποθέσεις είναι φαινομενικά ανεξάρτητες και απομονωμένες. Στην πραγματικότητα όμως, δημιουργούν ένα πολύπλοκο δίκτυο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στρατηγικό mix. Παρ’ όλα αυτά, οι πρόσφυγες δεν έχουν ανάγκη να εμπλακούν άμεσα μέσα στο εθνικό πλαίσιο ή δόγμα. Ο καθένας πρέπει να εξετάσει την υπόθεσή του και να κινηθεί στο δικαστήριο για τυπικούς λόγους και με απλό τρόπο, χρησιμοποιώντας δυναμικά τις προηγούμενες υποθέσεις ως δεδικασμένες. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Σημασία για τους πρόσφυγες έχει ότι υπάρχει το πλαίσιο των προσφυγών. Συνεπώς, πρέπει να το αξιοποιήσουν, αλλιώς δεν θα έχουν πια το δικαίωμα να ονομάζονται πρόσφυγες. Άρα μέσω του πλαισίου, η μη χρήση του έχει οντολογικές επιπτώσεις. Όλη η ουσία είναι εδώ για τους πρόσφυγες ακόμα και αν αυτό επηρεάζει όλο το εθνικό θέμα.