19973 - Το κενό μοναστήρι

Ν. Λυγερός

Όταν έφτασε στο μοναστήρι
δεν τον περίμενε κανένας.
Οι φύλακες τον είχαν βρει πριν.
Είδε σπασμένα κελιά
αλλά δεν σταμάτησε.
Πήγε αμέσως στην εκκλησία.
Κι αντίκρισε το θέαμα
που είχε προβλέψει.
Η φρίκη της βαρβαρότητας είχε χτυπήσει.
Δεν είχε μείνει τίποτε όρθιο.
Εκτός από τις αγιογραφίες
με τα τυφλά μάτια.
Είχαν τεμαχίσει το τέμπλο.
Το ξύλο δεν άντεξε τις πληγές.
Μπήκε στο ιερό.
Η Αγία Τράπεζα ήταν ακόμα εδώ.
Έπιασε τις τέσσερις γωνίες.
Ήταν άθικτες.
Είχαν προσπαθήσει να την σπάσουν.
Είδε τα στίγματα του μαρμάρου
Αλλά δεν τα είχαν καταφέρει.
Οι ρωγμές ήταν επιφανειακές.
Γι’ αυτό ήταν μόνο τρεις.
Δεν είχαν αφήσει τίποτε λοιπόν
εκτός από το ιερό μάρμαρο.
Εκεί μπροστά του είπε
το Πάτερ Ημών.
Κι άκουσε τον αντίλαλο της φωνής του
λες και οι Άγιοι να τον ακολουθούσαν.
Μετά άναψε ένα σπασμένο κερί.
Και περίμενε ακίνητος
μέχρι να νιώσει το φως στο χέρι του.
Τότε μόνο ξαναέπιασε το σπαθί.
Βγήκε από την εκκλησία.
Κοίταξε γύρω το μοναστήρι
Θα ξαναγινόταν όπως πριν.
Μετά την ανακατάληψη.