20946 - Όταν ξημέρωσε ο κόσμος

Ν. Λυγερός

Ήταν μυστικό το νησί για όσους δεν ήξεραν για το μύθο και το έργο.
Ποιος να μιλήσει για το αόρατο αν δεν το ζει;
Κι αν δεν πάθεις νοητικό σοκ, πώς να περάσεις από τη γέφυρα του χρόνου;
Εκεί λοιπόν βρέθηκαν τα ίχνη.
Μετά το σπίτι.
Στα πέτρινα σκαλοπάτια που είχαν σκαλίσει οι άνθρωποι πάνω στο βράχο.
Εκεί τα πόδια πονούσαν σαν να ήσουν στο άλλο χωριό.
Και αυτό ήταν μεσαιωνικό…
Κανείς δεν το πρόσεχε μετά από τόσους αιώνες.
Εκτός από αυτούς που το είχαν ζήσει από την αρχή.
Γιατί και ο σταυρός είχε περάσει από εκεί και είχε αφήσει το στίγμα του.
Ήταν η παράξενη χειρολαβή του χρόνου.
Μέσα στην εκκλησία.
Αλλά αυτό ήταν μία άλλη ιστορία σε άλλη διακλάδωση.
Δεν είχε χαλίκια στη σκάλα, μόνο μεγάλες πέτρες.
Σαν να ήξεραν οι άνθρωποι ότι θα έπρεπε να σηκώσουν το βάρος του φωτός.
Εκεί έφερε και τους Δίκαιους.
Γι’ αυτόν βέβαια, ήταν ήδη μία επιστροφή.
Αλλά εκείνοι το ζούσαν για πρώτη φορά.
Δεν πρόσεχαν όλες τις λεπτομέρειες γιατί δεν ήξεραν καν
πόσο σημαντικές ήταν για τον Δάσκαλο.
Δεν είχε όμως σημασία αφού μαζί τους είχαν τη μνήμη μέλλοντος.
Κι όταν κάθισαν πάνω στον λόφο δεν σκέφτηκαν
ότι ήταν καλοκαίρι για όλους τους άλλους.
Δεν μίλησε όμως για να μην στεναχωρηθούν.
Έπρεπε να τους ετοιμάσει σιγά σιγά.
Αλλιώς η υπέρβαση δεν θα γινόταν.
Γιατί κανένα σώμα δεν γίνεται σπαθί
αν δεν μπορεί να σηκώσει μια ασπίδα.
Έτσι το ήθελε η Ανθρωπότητα.
Διότι αυτό ήταν το πρέπον.
Κι εκεί τους βρήκε ο ήλιος κάτω από το οικόσημο.