27014 - Μνημείο Μνημοσύνης

Ν. Λυγερός

Δεν ήταν μόνο αυτό.
Υπήρχε και Μνημείο Μνημοσύνης.
Πίσω από τον Ναό.
Δίπλα στην πίστη.
Εκεί οι τάφοι των θυμάτων
σου έδειχναν τους αθώους
και τα φύλλα
του σιδερένιου δέντρου
δεν έκρυβαν τα ονόματα.
Άγγιξε τα κλαδιά όσο πιο τρυφερά
μπορούσε για να διαβάσει
δεκάδες ονόματα
σαν να άναβε κεριά
που είχε σβήσει
ο άνεμος της γενοκτονίας
κι αυτά γυάλιζαν στον ήλιο
της δικαιοσύνης.
Πώς είχαν τολμήσει
να τους εξολοθρεύσουν
πώς ν’ αντέξει η καρδιά;
Μόνο το μυαλό σήκωνε το βάρος.
Πόσες ενοχές για την απραξία.
Ένας λαός με μία μόνο ταφόπλακα.
Η γενοκτονία δεν εξέταζε ποτέ λεπτομέρειες.
Μόνο η ανθρωπιά τις πρόσεχε.
Ήξερε ότι ήταν τα στίγματα Ανθρωπότητας.
Κοίταζε τον γέρο στην είσοδο.
Το πρόσωπό του ήταν αγνό και γλυκό.
Του πρόσφερε το ελάχιστο που είχε
και κάλυψε το κεφάλι του.
Μπήκαν μαζί σιωπηλά.
Μόνο η σιωπή άντεχε αυτόν τον πόνο.
Τον είχε ζήσει και σε άλλα μέρη της Γης.
Αλλά πάντα η ίδια βαρβαρότητα.
Δεν είχε αφήσει πέτρα για πέτρα.
Κι όμως ο καθένας κουβαλούσε την πέτρα του
για να την αφήσει, για ν’ αποδείξει ότι δεν
ξέχασε τίποτα.
Έψαξε την παράξενη χειρολαβή άθελα του.
Δεν ήταν ο χώρος ακόμα κι αν ήταν πάντα
ο Χρόνος.
Ο γέρος τον κοίταζε περίεργα.
Λες και έβλεπε έναν από τους Δίκαιους.
Δεν είπαν τίποτα όμως.
Έως το τέλος περπάτησαν μαζί
ανάμεσα στους πάγκους
σαν να ήταν ανάμεσα στους τάφους.