27284 - Το πέτρινο χωριό

Ν. Λυγερός

Μετά από αιώνες επέστρεψε στα μέρη του.
Μα το χωριό ήταν ερειπωμένο.
Λες και είχε χυθεί πάνω του η λήθη.
Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχαν χαθεί όλοι.
Περπατούσε ανάμεσα στα σπίτια
πάνω στα καλντερίμια
αναζητώντας την παραμικρή ένδειξη ζωής.
Μάταια, δεν υπήρχε τίποτα.
Όλα είχαν γίνει πέτρινα χρόνια.
Δεν σταμάτησε, όμως, και χώθηκε πιο βαθιά μέσα στο χωριό.
Ή μάλλον πιο ψηλά.
Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, πάνω στις πέτρες και τα ξύλα για να
δει την αλήθεια από κοντά.
Έτσι έμαθε ότι είχε πεθάνει και ο φίλος του ο Λέανδρος.
Το σπίτι του ήταν πια άδειο.
Έκανε τον σταυρό του και συνέχισε την πορεία του στην ανηφόρα.
Πήγαινε όλο και πιο κοντά στον ουρανό.
Εκεί όπου οι πέτρες δεν είχαν βάρος,
γιατί τις κρατούσε η μνημοσύνη.
Έτσι έφτασε στην εκκλησία του χωριού.
Ήταν κλειστή όμως.
Πιάστηκε από τα κάγκελα τα μεσαιωνικά του παραθύρου πάνω από το
κενό του περάσματος κάρφωσε το βλέμμα του μέσα.
Αναγνώρισε τις κολόνες του ναού.
Τις είχε ακουμπήσει εκείνη την ημέρα που κανείς δεν ξέχασε.
Και τώρα ήταν γυμνές σαν τους τοίχους.
Σκέφτηκε ότι ακόμα και οι Άγιοι είχαν ξεριζωθεί από τις αγιογραφίες.
Άφησε τα κάγκελα και ξανακατέβηκε στο κάστρο.
Κοίταξε τον ουρανό, έβγαλε το σπαθί του και το κάρφωσε στη γη.
Παρέμενε σιωπηλός κι έκανε τον σταυρό του φιλώντας τον άλλο.
Η απόφαση πάρθηκε, το χωριό θα ξαναζούσε.