27285 - Εκείνη την ημέρα
Ν. Λυγερός
Είχε σκοτάδι μέσα στην εκκλησία του χωριού.
Μόνο το καντήλι ήταν ακόμα αναμμένο.
Ενώ γύρω του όλα τα κεριά είχαν σβήσει.
Μόλις το είδε, άρπαξε ένα νέο κερί και το άναψε με τη φωτιά
του καντηλιού για να φέρει το φως σ’ όλα τα άλλα.
Έτσι, ένα ένα τα άναψε και μετά έβαλε το δικό του.
Το ύφος της εκκλησίας άλλαξε και φαινόταν πια οι Άγιοι,
λες και τον περίμεναν για να φανούν.
Φάνηκε και το γαλανόλευκο του ταβανιού πιο κάτω από τη σκεπή.
Σαν να ήταν ένας δεύτερος ουρανός που έλαμπε λόγω των κεριών.
Κοίταξε το τέμπλο ακουμπώντας σε μια κολόνα.
Τότε ακούσθηκε ένας θόρυβος απ’ έξω.
Κάποιος φώναζε. Τον έψαχναν.
Κοίταξε προς το άνοιγμα της πόρτας.
Εκεί φάνηκε ένα κορίτσι.
Όταν τον αναγνώρισε, φώναξε: Δάσκαλε!
Και εκείνος έτρεξε προς αυτήν.
Του έδωσε το μήνυμα και την πήρε αγκαλιά.
Η βαρβαρότητα είχε πατήσει πόδι στον τόπο τους.
Οι πρώτοι που της αντιστάθηκαν, εκτελέσθηκαν μετά από φρικτά
βασανιστήρια. Και τα σώματα αποκεφαλισμένα, σταυρώθηκαν.
Το κακό μαθεύτηκε παντού κι έφτασε και στο πέτρινο χωριό.
Έτσι η μικρή ήρθε να τον βρει.
Γύρισαν μαζί στην πλατεία.
Όλοι είχαν μαζευτεί, άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Θα έμεναν μόνο οι γέροι με τις γυναίκες και τα παιδιά.
Οι άντρες αρματώθηκαν και τον περίμεναν για να πάνε μαζί στα άλλα χωριά.
Του είχαν φέρει την πανοπλία του και το όπλο του.
Τα έβαλε επί τόπου και σήκωσε το σπαθί του.
Έτσι έφυγαν πριν αιώνες.