27286 - Στον Ανάβατο

Ν. Λυγερός

Στο πέτρινο χωριό κανείς δεν τολμούσε να πάει
αν δεν ήξερε κάποιον.
Όλοι γνώριζαν πόσο αντιστασιακό ήταν.
Μόνο που είχαν καταλάβει ότι είχε γίνει κάτι το τρομερό.
Και κάποιοι έπρεπε να πάνε να δουν τι έγινε.
Δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο.
Η βαρβαρότητα είχε εξαπλωθεί σχεδόν σ’ όλη την πατρίδα τους.
Μόνο κάποια χωριά αντιστέκονταν ακόμα.
Όλα τ’ άλλα είχαν πέσει στην παγίδα της.
Έτσι περίμεναν ενισχύσεις από τον Ανάβατο.
Γιατί πάντα βοηθούσαν τα άλλα χωριά όταν δέχονταν επιθέσεις.
Αλλά τώρα δεν έβλεπαν κανένα να κατεβαίνει, ενώ ο εχθρός
πλησίαζε όλο και πιο γρήγορα.
Μια χούφτα ανδρών αποφάσισε να πάει να τους βρει.
Δεν περίμενε όμως να δει αυτό το θέαμα.
Το χωριό ήταν απλώς κενό.
Κι όλα τα κειμήλια και τα αντικείμενα ήταν σκόρπια, σπασμένα.
Λες κι είχε περάσει μια θύελλα.
Έψαξαν σ’ όλα τα σπίτια τις ψυχές των δικών τους.
Ήταν η πρώτη φορά που οι άντρες δάκρυσαν γι’ αυτό το χωριό.
Δεν το χωρούσε ο νους τους.
Όμως, την ώρα που έφευγαν όταν πέρασαν από άλλο μονοπάτι,
είδαν το πιο άγριο θέαμα της ζωής τους.
Ανακάλυψαν όλα τα κορμιά στοιβαγμένα και ματωμένα.
Άλλα δίχως κεφάλια, άλλα δίχως άκρα.
Οι γέροι, οι γυναίκες και τα παιδιά.
Όλοι ήταν εδώ νεκροί, σκοτωμένοι.
Άρχισαν να βάζουν όλα τα σώματα σ’ ένα κοινό τάφο.
Για τη μνήμη του χωριού.
Και πάνω στην ίδια πέτρα έβαλαν όλα τα ονόματά τους.
Δεν βρήκαν όμως κανέναν άντρα, ούτε το Δάσκαλο.