31024 - Απαγορευμένη σπανιότητα
Ν. Λυγερός
Οι άνθρωποι δεν ήταν μόνο σπάνιοι, αλλά και απαγορευμένοι σ’ αυτήν την κοινωνία της λήθης. Κι αυτή η απαγορευμένη σπανιότητα ήταν καταδικαστέα. Όμως αυτή η βαρβαροκρατία είχε φτάσει στα όρια της, στον κορεσμό και στον εκφυλισμό. Δεν έμενε πια τίποτα. Ακόμα και ο μηδενισμός κατέληγε στο μηδέν όταν διαρκούσε πολύ. Τότε οι άνθρωποι άρχισαν να ακούν αυτόν που δεν είχε επίθετο. Διότι για αυτούς, ο λόγος του έμοιαζε με προσευχή και η σιωπή του ήταν ιερή. Μιλούσε για έννοιες ακατανόητες για το κενό της κοινωνίας και η ουσία του γέμιζε τους πάντες. Όποιος τον άγγιζε έβλεπε τα πράγματα εντελώς διαφορετικά και η πραγματικότητα αποκτούσε πάχος χρόνου. Οι χαοτικές κινήσεις της ημέρας άλλαζαν με τη βραδύτητα, γιατί τους είχε μάθει τις πράξεις και με αυτές ζούσαν την εξέλιξη και στη συνέχεια την ανέλιξη. Ακόμα και η έννοια της οικογένειας ήταν διαφορετική, αφού αφορούσε το πνεύμα και μόνο. Έτσι γεννήθηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι, γιατί τους έμαθε πώς ν’ απελευθερωθούν από την κυριαρχία της βαρβαρότητας και πώς να παλέψουν μαζί του εναντίον της δίχως να φοβούνται την αυτοκρατορία του τρόμου. Μέσω του έργου του, η υπέρβαση ήταν σίγουρα αναγκαία, αλλά το πιο όμορφο ήταν η εφικτότητά της. Αυτό αιφνιδίαζε τους ανθρώπους που τον ακολουθούσαν. Δεν έβλεπαν ότι ζούσαν τη θυσία του κι ότι η ελευθερία τους ήταν η ουσία του. Αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία γι’ αυτόν. Είχε έρθει ως δώρο, ως προσφορά και δεν περίμενε κάποιο αντίδωρο από κανέναν. Ήταν υπηρέτης της Ανθρωπότητας κι ήταν αυτός που περίμεναν, όλα τα άλλα θα ακολουθούσαν για να υπάρξει η ανθρώπινη επανάσταση. Η κοινωνία του κενού δεν κατάλαβε την ύπαρξη του όντος και πέθανε δίχως να μάθει την αλήθεια.