3384 - Ο απαγορευμένος Ι

N. Lygeros

Δεν χρειαζόταν πολύς συλλογισμός για να αντιληφθεί κάποιος το παράλογο της υπόθεσης, αλλά η κοινωνία είχε ήδη αποφασίσει αλλιώς. Η απεριόριστη σοφία του είχε διακηρύξει ότι η ανθρώπινη φύση ήταν απαγορευμένη. Όλοι οι σοφοί της πόλης είχαν εγκρίνει αυτόν το νόμο και καμία αντίσταση δεν είχε καταχωρηθεί στα αρχεία του Κράτους. Ως ένας μόνο άνθρωπος -ακόμα κι αν αυτή η έκφραση δεν είχε πια νόημα- η κοινωνία είχε αποβάλει την ανθρωπιά από τα χώματά της. Είχε στείλει απεσταλμένους σ’ όλη την επικράτεια για να ενημερώσει το σύνολο του πληθυσμού. Μόνο που αυτοί οι τελευταίοι ήταν τόσο πεπεισμένοι για την ορθότητα αυτού του νόμου που δεν έκριναν αναγκαίο να ενημερώσουν και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές του Κράτους. Αυτό το λάθος προκάλεσε ένα άλλο, πολύ μεγαλύτερο. Στην πραγματικότητα, ήταν χάρη σ’ αυτό που γεννήθηκε ο απαγορευμένος. Μεγάλωσε ανάμεσα σε βιβλία που δεν υπήρχαν σε κανένα άλλο μέρος και, παρά το νόμο, έγινε ανθρώπινος. Και μόνο πολύ αργότερα απέκτησε το επίθετό του. Άλλωστε δεν το ήξερε παρά μόνο έμμεσα, όταν έμαθε ότι είχε επικηρυχθεί. Έτσι ο ανθρώπινος έγινε ο απαγορευμένος. Είχε δεχτεί αυτή την κατηγορία διότι του ήταν αδύνατον να κάνει αλλιώς. Εξάλλου η κοινωνία είχε πάντα δίκαιο. Αυτό τουλάχιστον έλεγε ο κόσμος μέχρι που ανακάλυψαν την ύπαρξή του. Διότι μόνο η ύπαρξή του, η απλή του ύπαρξη, αποδείκνυε το παράλογο του κοινωνικού συμβολαίου. Παρά την κοινοποίηση του κοινωνικού νόμου, ο απαγορευμένος υπήρχε. Αν και ήταν εντελώς αδύνατον, το κοινωνικά απαγορευμένο ήταν αυτό το αδύνατον. Έτσι η εξολόθρευσή του έγινε εθνικό θέμα. Έπρεπε να κρύψει την ανθρωπιά του για να μην τον πιάσουν. Κατέφυγε στα βιβλία του γιατί δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει να τα ξεχάσει. Σταμάτησε να γράφει για να μην τον καταδώσουν οι ίδιες του οι σημειώσεις. Με τον ίδιο τρόπο εγκατέλειψε τα πινέλα του και τους καμβάδες του, τις πένες του και τις παρτιτούρες του. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για τον απαγορευμένο να επιβιώσει σ’ αυτή την απάνθρωπη κοινωνία. Όμως ο κόσμος δεν ήταν εφησυχασμένος. Όσον ο απαγορευμένος δεν είχε συλληφθεί και εξολοθρευτεί, ο κοινωνικός νόμος κινδύνευε. Έτσι το Κράτος έπρεπε να λάβει νέα μέτρα για να υποκινήσει τον πληθυσμό στη συκοφαντία. Το πρόβλημα περιείχε και πικάντικα στοιχεία, διότι το Κράτος στην προσπάθεια του να βοηθήσει τους συκοφάντες, έπρεπε να ορίσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που κοινοποιήθηκε ο νόμος και ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι δεν θυμούνταν πια καθόλου αυτό που μπορούσε να μοιάζει με ανθρώπινο. Το Κράτος, λοιπόν, προσέτρεξε στα αρχεία και ανέθεσε σε μια επιτροπή ειδικών να ορίσουν την απαγορευμένη ανθρωπιά. Μετά από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να καταρτίσει λίστα των ανθρωπίνων κριτηρίων. Αναρτήθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα κι έτσι το έμαθε κι ο απαγορευμένος. Διαβάζοντας αυτή τη λίστα, είδε με έκπληξη ότι ανταποκρινόταν σε όλα τα κριτήρια, ενώ ένα από αυτά ήταν ήδη αρκετό για να τον καταδικάσουν. Έτσι ο απαγορευμένος ανακάλυψε ότι δεν ήταν μόνο ανθρώπινος, μα πολύ ανθρώπινος. Ευτυχώς για την κοινωνία, αυτό δεν άλλαζε καθόλου τη θανατική του καταδίκη και η εξολόθρευσή του μ’ ένα μόνο χτύπημα, θα έλυε όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Ο απαγορευμένος ήταν υποχρεωμένος να προσέχει την παραμικρή του κίνησή για να μην προδοθεί και το παραμικρό στα λόγια του για να μη μαρτυρηθεί. Έπεσε, λοιπόν, στην πιο βαθιά σιγή χωρίς να ξεχνά ούτε στιγμή την παρατήρηση του Leonardo da Vinci για τους μουγγούς και την ικανότητά τους να εκφράζουν ανθρώπινα αισθήματα με τις χειρονομίες τους. Γι’ αυτό προσπαθούσε να ελέγχει το σώμα του όταν βρισκόταν μέσα στην κοινωνία. Ως πραγματικός χαμαιλέοντας, έπαιξε το ρόλο του καθ’ όλη την περίοδο των αναζητήσεων. Και μετά από πολλά χρόνια, η κοινωνία εγκατέλειψε τις έρευνές της και δήλωσε πως ο απαγορευμένος ήταν νεκρός. Αυτή η νέα περίοδος επονομάστηκε περίοδος της τελειότητας. Η κοινωνία είχε επιτέλους απανθρωπιστεί εντελώς. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μα είχε ξεχάσει ότι το λάθος ήταν ανθρώπινο.