3433 - Το τουρκικό εμπάργκο και η αντίσταση του Αρτσάχ

Ν. Λυγερός

Πολλοί θεωρούν την Τουρκία ως υπολογίσιμη και σεβαστή στρατιωτική δύναμη. Αυτά τα ίδια άτομα θεωρούν ότι ένα κράτος όπως το Αρτσάχ δεν μπορεί να διεκδικήσει τίποτα εξαιτίας της αδυναμίας των πόρων του. Το ό,τι αυτά τα άτομα αποτελούν την πλειοψηφία δεν μας απασχολεί καθόλου, διότι μπορούμε να τους αντικρούσουμε με την υπάρχουσα πραγματικότητα. Η Τουρκία, για να επιβάλει το εμπάργκο, έκλεισε τα σύνορά της με την Αρμενία το 1991. Αυτό εκλαμβάνεται ως πράξη αντιποίνων εν όψει μίας σύγκρουσης με το Αζερμπαϊτζάν που όπως είναι γνωστό υποστηρίζει. Δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ξεχάσουμε ότι το Αρτσάχ κέρδισε τον πόλεμο και ανέκτησε την οντότητά του. Έτσι η Αρμενία δίκαια μπορεί να θεωρεί ότι ένα μέρος των κατεχομένων εδαφών της απελευθερώθηκε, και τούτο παρά τις διαμαρτυρίες της Τουρκίας. Έτσι, η τελευταία που καυχιέται πως είναι όχι μόνο ένα κράτος σταθερό, αλλά προπαντός ότι διαδραματίζει ρυθμιστικό ρόλο στην περιοχή, είναι ανίκανη να επιβάλει το δόγμα της σ’ ένα κράτος όπως η Αρμενία. Το Αρτσάχ συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται. Το κράτος έχει ήδη σύνταγμα και πρόεδρο εκλεγμένο δια καθολικής ψηφοφορίας. Και σύντομα θα έχει βουλή που θα ανταποκρίνεται σε όλα τα κριτήρια του διεθνούς δικαίου. Κατά συνέπεια, η αδιάλλακτη θέση της Τουρκίας ως προς την Αρμενία δεν επηρεάζει καθόλου την εξέλιξη του Αρτσάχ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι δύσκολο να μην ερμηνεύσουμε αυτά τα γεγονότα ως μία de facto αμφισβήτηση της τουρκικής πολιτικής σ’ αυτή την περιοχή. Αυτό είναι αναμφίβολα μία απόδειξη για τους αγωνιστές του αρμενικού ζητήματος, μα αυτό δεν ισχύει για όλους, και οι γεωπολιτικές συνέπειες είναι πιο σημαντικές απ’ όσο φαίνονται. Η Τουρκία διεκδικεί μία θέση-κλειδί στην περιοχή και κυρίως εφόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες εισχωρούν όλο και πιο δυναμικά εδώ, οπότε δεν είναι προς το συμφέρον τους να αμφισβητούνται λόγω της ύπαρξης του Αρτσάχ. Όταν η Τουρκία επιδιώκει να τοποθετηθεί στη σκακιέρα της Μεσοποταμίας ως ρυθμιστικό στοιχείο ενώ οι παίκτες είναι πολύ μεγάλης εμβέλειας, πώς να ερμηνεύσουμε την ήττα της Τουρκίας να επιβάλει τη θέλησή της στην περιοχή του Καυκάσου που είναι σαφώς λιγότερο εκρηκτική; Με άλλα λόγια, πώς μπορεί η Τουρκία να πιστωθεί σε μία τέτοια κατάσταση; Έχουμε, λοιπόν, ένα νοητικό σχήμα ανάλογο μ’ αυτό της πάλης μεταξύ Δαυίδ και Γολιάθ. Κι αυτό το σχήμα επαναλαμβάνεται με τη σύγκρουση της κουρδικής αντίστασης και του τουρκικού στρατού που περηφανεύεται ότι είναι ένας από τους πιο πολυάριθμους στον κόσμο. Όμως όταν εξετάζουμε τις υλοποιήσεις του και όχι τη δυνητική του ικανότητα, είναι δύσκολο να μη σκεφτούμε τη ρήση : Ώδινεν όρος και έτεκε μυν. Η Τουρκία στηρίζεται στις γενοκτονίες για να επιβεβαιώσει την ισχύ της. Μόνο που έχει εξοντώσει άοπλους πληθυσμούς. Επιδιώκει να επιβάλει τη νοητική προβολή της μέσω του στρατού, ενώ ο τελευταίος δεν έχει τίποτα να αποδείξει μέσω του χρόνου παρά την ικανότητά του να υπερασπίζεται την Τουρκία της Τουρκίας. Ενεργεί ως ρυθμιστικό στοιχείο εσωτερικών τριβών. Έτσι, όταν πρόκειται να αποδείξει την αξία του σε μία ένοπλη σύγκρουση, το τουρκικό δόγμα καταρρέει. Το παράδειγμα της αντίστασης του Αρτσάχ και της γεωπολιτικής του εξέλιξης αποδεικνύει ότι η θεωρία του δόγματος περί τουρκικής ισχύος είναι λανθασμένη. Έχουμε την τάση να υποβαθμίζουμε αυτή τη συμβολή του Αρτσάχ διότι φοβούμαστε τις συνέπειες της. Ενώ αυτές οι συνέπειες αντιπροσωπεύουν ήδη απτές πραγματικότητες. Η τουρκική ισχύς είναι κατ’ εξοχήν τυπική και βασίζεται στην πεποίθηση της παντοδυναμίας του στρατού ενώ ο στρατός δεν μπορεί να υλοποιήσει αυτή την ουτοπία.