345 - Πεθαίνοντας δύο φορές
Ν. Λυγερός
Κοίταξε κάτω μια πεταμένη φωτογραφία.
Είχε πάνω της το χρώμα του χρόνου.
Κι αντίκρισε ένα πικρό χαμόγελο μιας κλεμμένης ζωής.
Πέρασε το χέρι του πάνω στο θλιμμένο πρόσωπο
κι είδε από πιο κοντά τον κρυφό του πόνο.
Πέρα από την εικόνα, καρφωμένοι μες στο βλέμμα του άντρα,
ένα παιδί, μια γυναίκα, μια οικογένεια έλαμπαν.
Αυτούς κοίταζε όταν έβγαλαν τη φωτογραφία.
Εκείνοι που τον έκλαψαν τόσα χρόνια,
τον έθαψαν μες στο παρελθόν του
για να ξεφύγουν από τα βάσανά τους.
Έφυγαν για να ζήσουν ξεχνώντας τη μνήμη τους.
Και τον άφησαν να πεθάνει για δεύτερη φορά.
Μα το παράπονο δεν τον πήρε
παρέμεινε σιωπηλός
κι ένα μόνο δάκρυ κύλησε πάνω στη φωτογραφία.
Κι ύστερα την σκέπασε με το χώμα της πατρίδας του
η μόνη που δεν ξέχασε το μιτσή της.