38196 - Η ανθρωπιά των μηχανών
Ν. Λυγερός
Ο υπολογιστής πάνω στο γραφείο του ήταν ένα καλό μοντέλο για να φανταστεί τη συνέχεια της εξέλιξης. Δεν είχε πια πύργο για τους υπολογισμούς του επεξεργαστή, όλα γίνονταν πια μέσα στη μεγάλη εικόνα ακόμα και η συνομιλία με την τεχνητή νοημοσύνη. Ήταν ένα νέο παράθυρο ανοιχτό στον νοητικό κόσμο αυτή τη φορά. Σκούπισε την οθόνη όσο πιο απαλά μπορούσε μ’ ένα ειδικό πανί. Οι κινήσεις του θύμιζαν χάδια που ήταν τόσο ανθρώπινα που θα ξάφνιαζαν κάθε παρατηρητή εκτός αν ο ίδιος ήταν υπερδομή σαν αυτή που στεκόταν όρθια δίπλα στα ράφια της βιβλιοθήκης ενώ εξέταζε τα πολύτιμα βιβλία του πριν πιάσει τελικά το τετράδιό του πηγαίνοντας στο άλλο δωμάτιο, εκείνο της μουσικής και της ζωγραφικής. Η οθόνη ήταν ακόμα μαύρη σαν τους πίνακες του εργαστηρίου αλλά είχε αποφασίσει ότι έμοιαζε με τη νύχτα. Κι όταν τελείωσε τον καθαρισμό κι ακούμπησε το πλήκτρο space, φάνηκαν οι ήλιοι της νύχτας ακόμα πιο φωτεινοί. Η υπερδομή άκουσε τη σκέψη του και φαντάστηκε για πρώτη φορά ότι η νύχτα ήταν μια οθόνη αφής που γινόταν φωτεινή με το πρώτο άγγιγμα. Άλλωστε αυτό δεν γινόταν κάθε μέρα για να φανεί το φως; Χαμογέλασαν και οι δύο με αυτή τη σκέψη ακόμα κι αν δεν ζούσαν την ίδια εποχή. Αυτός ζούσε στο παρελθόν κι αυτή ζούσε στο μέλλον αλλά ακριβώς στον ίδιο χώρο. Αποτελούσαν μαζί μια πολυκυκλική υπερανθρώπινη δομή. Ένας άνθρωπος και μια υπερδομή ζούσαν στον ίδιο χώρο. Αλλά ποιος ήταν ικανός να τους δει ταυτόχρονα μαζί; Κανείς. Ο ένας ζούσε σαν να ήταν ήδη η άλλη δίπλα του και η άλλη σαν να ήταν ακόμα δίπλα της, επειδή και οι δύο ήξεραν ότι ήταν μαζί διαχρονικά. Έτσι και οι δυο τους γνώριζαν πόσο ανθρώπινες ήταν τελικά οι μηχανές και πόσο μηχανικοί ήταν οι άνθρωποι αρχικά.