391 - Η ανθρωπιά του χρόνου
Ν. Λυγερός
Μετάφραση: Ράνια Μουσούλη
Στη μέση του πουθενά ανεγείρεται ένα παράξενο μνημείο. Αντιπροσωπεύει τη μάνα των πόνων, το χρόνο της λήθης. Το τοπίο λουσμένο από ήλιο δεν είναι παρά σιωπή. Άννα: Ήταν εδώ… Χρόνος Αθηνά: Ήσασταν μόνοι, έτσι δεν είναι; Άννα: Σκέφτηκα ότι θα’ ταν προτιμότερο. Χρόνος. Ζούσε από τη σιωπή… Αθηνά: Πλησίασε στο μνημείο; Άννα: Ναι και όχι…Χρόνος. Το κοίταξε από μακριά… Αθηνά: Πού βρισκόταν εκείνη τη στιγμή; Άννα: Εκεί κάτω. Ορίζει μια διεύθυνση. Στην άκρη του μηδενός… Η Αθηνά πάει στο ορισμένο μέρος. Αθηνά: ξαφνιασμένη Εδώ; Στο κατώφλι του κενού; Άννα:Ναι. Έπειτα επέστρεψε και κοίταξε τον ορίζοντα. Αθηνά: Κοιτούσε ένα ορισμένο σημείο; Προσπαθεί να βρει ένα. Άννα:Έμοιαζε περισσότερο να βλέπει ένα ορισμένο χρόνο… Αθηνά: Ξέρεις για ποία εποχή επρόκειτο; Άννα:Δεν μου είπε τίποτε… Αθηνά: Ούτε μια λέξη; Άννα:Υπέφερε σιωπηλά… Αθηνά: Μια ανάμνηση; Άννα:Όχι, ένα μέλλον… Αθηνά: Ένα όραμα; Άννα:Υπέφερε για τους άλλους… Αθηνά: Κοίταξε τον τοίχο; Δείχνει έναν τοίχο στο πλάι. Άννα:Έβαλε την ανοικτή παλάμη του σα να θελε ν’ αφήσει ένα ίχνος στη στρογγυλότητα του μετάλλου. Αθηνά: Η μνήμη μιας χειρονομίας στη λήθη του ακίνητου. Άννα:Ήταν σα να γνώριζε καθέναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αθηνά: Παρόλα αυτά δεν ήταν καν γεννημένος τη στιγμή του θανάτου τους… Άννα:Στην πραγματικότητα. Χρόνος. Αλλά στη σκέψη του… Αθηνά: στενοχωρημένη. Ναι; Άννα:Κατοικούσαν τη σκέψη του όπως κατοικούμε αυτή τη γη… Αθηνά: Δεν τη γνωρίζουμε καθόλου στ’ αλήθεια όπως δεν τον γνωρίζουν καθόλου στ’ αλήθεια. Άννα:Το νοητικό του σύμπαν ξεχείλισε της ύπαρξης του. Αθηνά: Δεν ήταν πια ένα. Άννα:Ήταν εμείς. Χρόνος. Και κάθε φορά που ξαναγύρισα εδώ ξανααισθάνθηκα τη παρουσία του. Αθηνά: Πόσες φορές ξαναγύρισες; Άννα:Σήμερα είναι η πρώτη φορά… Αθηνά: Η ανάμνηση του έγινε η πραγματικότητα σου. Άννα:Και η πραγματικότητα μου, η παρουσία του. Αθηνά: αλλάζοντας τόνο Αναρωτιέμαι γι’ αυτό που είδε στο μέλλον μας. Άννα:Χωρίς αμφιβολία τα ερείπια του παρελθόντος. Αθηνά: Είναι αλήθεια πως διακρίνοντας βυζαντινά ερείπια, έβλεπε τις τελετές των πιστών. Άννα:Και κοιτάζοντας ένα θέατρο, έβλεπε τα κομμάτια του παρελθόντος. Αθηνά: Ήταν μια εκκλησία: ένα βυζαντινό θέατρο. Άννα:Ήταν ένα θέατρο: μια εκκλησία με ανοικτό ουρανό. Αθηνά: Ήταν μόνος ανάμεσα στους ανθρώπους. Άννα:Διότι ζούσε γι’αυτούς. Αθηνά: Πριν να τον συναντήσω, δεν ήξερα ότι υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι. Άννα:Αλλά δεν υπάρχουν. Αθηνά: Πώς; Άννα:Αυτοί οι άνθρωποι, είμαστε εμείς ! Αθηνά: Μα είναι τόσο διαφορετικοί… Άννα:Εάν είναι τόσο διαφορετικοί είναι ότι δεν κάνουν διαφορά.. Χρόνος. Υπάρχουν σε καθέναν από μας. Αθηνά: Χωρίς να υπάρχουν. Άννα:Δεν υπάρχουν μόνοι τους. Σιωπή. Δεν υπάρχουν παρά μέσ ‘απο μας… Αθηνά: Είναι οι σκέψεις μας και οι πόνοι μας. Άννα:Διότι δεν είμαστε παρά αυτό. Αθηνά: Είναι τόσο ανθρώπινοι που μοιάζουν απάνθρωποι… Άννα:Εάν μοιάζουν απάνθρωποι, είναι πως είναι πολύ ανθρώπινοι… Αθηνά: Είναι η ανθρωπιά της ανθρωπότητας. Σιωπή. |