426 - Η δεύτερη συνάντηση
Ν. Λυγερός
(Φωνές off)
Χρήστος : Όλοι βλέπουν τον πύργο σαν μια φυλακή…
Λουτσία : Τα τείχη του πύργου είναι…
Χρήστος : Τα τείχη του κόσμου… (Χρόνος) Ο πύργος είναι ανοιχτός ! (Χρόνος) Ο κόσμος είναι κλειστός πάνω στον πύργο.
Λουτσία : Μα τότε ο πύργος δεν είναι φυλακή. Είναι ο φύλακας.
Χρήστος : Ο Πύργος της μνήμης. (Σιωπή) Κάποτε ήταν και ματωμένος…
Λουτσία : Κάποτε ή πάντα ;
Χρήστος : Η μνήμη είναι που ματώνει γιατί πάνω της πεθαίνει η λήθη.
Λουτσία : Κι εσύ που δεν ξεχνάς τίποτα, αγάπη μου, ματώνεις ;
(Φωνές off) (Τέλος)
(Ο Αντρέας και η Εύα είναι στο ισόγειο του Λευκού Πύργου.) (Medium shot)
Αντρέας : Είχε δίκιο…
Εύα : Για ποιο πράγμα ;
Αντρέας : Κάθε πέτρα του πύργου είναι ένα κομμάτι μνήμης που αντιστέκεται στη λήθη.
Εύα : Φαίνεται τρομαχτικό.
Αντρέας : Είναι η μάχη της λήθης και της μνήμης που γράφει την ιστορία μας.
Εύα : Τώρα καταλαβαίνω ! (Close up)
Αντρέας : (Κοιτάζοντας τον τρούλλο) Θα μου πεις ; (Medium long shot)
Εύα : Θα σου πω τι έλεγε… Κάθε άνθρωπος είναι ένας πύργος μνήμης. (Χρόνος) Κι η λήθη του κόσμου σταματά πάνω στα κορμιά τους…
Αντρέας : Τα κορμιά μας είναι τα σύνορα. (Χρόνος) Κι ο καθένας φυλάει τα σύνορα της μνήμης.
(Από πάνω από τον πύργο βλέπουμε την Εύα και τον Αντρέα να βγαίνουν και να πηγαίνουν προς τη θάλασσα.) (Full shot)
(Μες στη νύχτα η σελήνη φωτίζει τη θάλασσα των σκιών)
(Στην ανατολή, σ’ένα νησί, ο ήλιος λούζει την ξανθιά θάλασσα του κάμπου. Στη μέση ολομόναχος, ένας άντρας περπατά κοιτάζοντας το φως κι ακούγοντας το χάδι του ανέμου πάνω στο σιτάρι.)
(Βγαίνει από το χωράφι και συναντά μια γριά με βαρύ φόρτωμα. Το παίρνει αυτός.) (Medium long shot)
Γριά : Να’σαι καλά, παλληκάρι μου… (Χρόνος) Χίλια χρόνια να ζήσεις…
Χρήστος : Θα κάνω ότι μπορώ… (Χρόνος) Είναι θέμα ημερών…
Γριά : Τι παράξενα που μιλάς, γιε μου.. (Χρόνος) (Τον κοιτάζει πονηρά) Δεν είσαι από εδώ, έτσι ;
Χρήστος : Όχι (Σιωπή)
(Περπατούν ανάμεσα στα χωράφια : δυο γέροι μες στη ζωντάνια της φύσης.)
Γριά : Γιατί ήρθες στο νησί μας ; (Medium close shot)
Χρήστος : Ήταν ανάγκη !
Γριά : Για ποιόν ;
Χρήστος : Το ζητούσε ο τόπος…
Γριά : Ο τόπος μας ζητά πολλά… (Χρόνος) Είσαι αρχαιολόγος ή δημοσιογράφος ;
Χρήστος : Μόνο άνθρωπος… Είμαι η είδηση του παρελθόντος…
Γριά : (Γελώντας) Σπάνιο πράγμα… (Σιωπή. Σοβαρά.) Ήρθες να βοηθήσεις κάποιον… (Χρόνος) Το ξέρει ότι έφτασες ;
Χρήστος : Όχι… (Χρόνος) Δεν ξέρει ακόμα ότι μ’έχει ανάγκη…
Γριά : Μου θύμησες μια παλιά ιστορία… (Χρόνος) Μου την έμαθε η γιαγιά μου όταν ήμουν κοριτσάκι…
Χρήστος : Και την πίστεψες ;
Γριά : Όχι βέβαια… (Χρόνος) Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν παραμύθι… (Χρόνος) Όμως δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω… Κι άναβα πάντα το κερί… (Χρόνος) ξέρεις…
Χρήστος : Ναι, ξέρω. (Χρόνος) Και τώρα ξέρεις κι εσύ…
Γριά : Δεν έλεγε ψέματα η καημένη. (Χρόνος) Δε σε περίμενα…
Χρήστος : Δεν έπρεπε… (Σιωπή) Δεν έρχομαι γιατί με περιμένουν. Έρχομαι για να μη με περιμένουν.
(Λίγο πιο πέρα, στην άκρη του μονοπατιού φαίνεται ένα σπίτι…) (Medium long shot)
Γριά : Αυτό είναι το σπίτι μου… (Χρόνος) Θα καθίσεις λίγο μαζί μου ; (Ο Χρήστος απαντά θετικά με το κεφάλι του) Έχω γλυκό του κουταλιού… (Μπαίνουν μες στο σπίτι. Σε μια γωνιά ένα αναμμένο κερί φωτίζει την εικόνα της γλυκοφιλούσας.) Η γιαγιά μου τη χάρισε την επόμενη ημέρα… (Χρόνος) Κάτσε… (Ο Χρήστος κάθεται σιωπηλά) Πάω να φέρω το γλυκό…
(Ο Χρήστος παραμένει μόνος του και κοιτάζει το σπίτι με τις παλιές φωτογραφίες. Η γριά επιστρέφει, του προσφέρει γλυκό και κάθεται δίπλα του. Της παίρνει το χέρι κι εκείνη φιλά το δικό του.) Συγγνώμη !