42720 - Η ανάσα του ανέμου
Ν. Λυγερός
Όταν τελείωσε ο Σαμάνος ένιωσε μέσα του την ανάσα του ανέμου και με το τέλος του τραγουδιού ήξεραν ότι θα ακολουθούσε μια νέα αποστολή που δεν είχαν φανταστεί. Τους είπε ν’ αφήσουν τα σκυλιά μέσα στο ιγκλού. Έτσι οι μικροί άνθρωποι ακολούθησαν τον Σαμάνο που άρχισε να περπατά μέσα στη θύελλα. Έβλεπαν μόνο τα ίχνη του και πατούσαν πάνω τους για να μην χαθούν. Ο ένας κρατούσε το χέρι του άλλου. Είχαν γίνει μια ανθρώπινη αλυσίδα, ένα μοναδικό πνεύμα έτοιμο να πράξει. Όμως δεν είχαν ακόμη τον στόχο. Τότε άρχισε να κουνάει το ίδιο το λευκό. Δεν ήταν έκπληξη, τους είχε προετοιμάσει και τον είδαν να γονατίζει χωρίς να σκύβει μπροστά σε μια τεράστια αρκούδα. Ήταν το δεκαπλάσιο του. Εκείνη παρέμεινε ακίνητη, αναγνώρισε τον Σαμάνο. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, αλλά χωρίς ν’ ακούσουν τη φωνή του άκουσαν μέσα τους τη συμβουλή κι έκαναν έναν κύκλο γύρω από την αρκούδα, την πλησίασαν και με κομμένη την ανάσα τη σήκωσαν όλοι μαζί. Μόνο τότε σηκώθηκε ο Σαμάνος. Ήταν πια ελεύθερη, χάρη στους μικρούς ανθρώπους που ήταν πιο σκληροί από το λευκό. Μετά αχρήστεψε την παγίδα και χαμογέλασε.