437 - Η ανάσταση της πληγής
Ν. Λυγερός
(Στα σοκάκια της πόλης…) (Full shot)
Οι τρεις φίλοι ζητούν πληροφορίες σε όλα τα σπίτια… Όμως κανείς δεν ξέρει που είναι ο Ιάκωβος κι ο Χρήστος)
(Βρίσκονται και πάλι σε μια μικρή πλατεία…)
Εύα : Και τώρα τι κάνουμε; (Medium shot)
Λουτσία : Ειλικρινά, δεν ξέρω…
Αντρέας : Μήπως είναι πολύ νωρίς;
Εύα : Τι σκέφτηκες;
Αντρέας : Μπορεί αυτό που σκέφτηκε ο Χρήστος να μην έγινε ακόμα…
Λουτσία : Και ψάχνουμε άδικα.
Αντρέας : Ναι … Γιατί ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είναι γνωστός σ’αυτό το νησί… Εκ τός…
Εύα : Τι εκτός ;
Αντρέας : Εκτός αν γνωρίζουν το Χρήστο μ’ένα άλλο όνομα εδώ…
Λουτσία : Τότε πρέπει να τους ρωτήσουμε αν έχουν ακουστά μια παλιά και παράξενη ισ τορία…
Εύα : Καλή ιδέα… Σίγουρα θα το βρούμε έτσι…
Αντρέας : Ας ρωτήσουμε τους γέρους… (Χρόνος) Και θα τα πούμε εδώ και πάλι σε δύο ώρες…
(Οι τρεις φίλοι χωρίζουν και πάνε σε διάφορα σπίτια… Τους βλέπουμε σε ξεχωριστά πλάνα.) (Full shot)
(Μπαίνει η γριά στο σπιτάκι της… Βλέπει τον Ιάκωβο στο κρεβάτι, δίπλα του τον κυρ Θάνο με τον μπαγλαμά του… Πλησιάζει δίχως θόρυβο, κάθεται και βάζει το χέρι της πάνω στο μέ τωπο του Ιάκωβου…) (Medium long shot)
Γριά : Κυρ Θάνο, που είναι ο Χρήστος ;
Κυρ Θάνος : Πήγε να φέρει ένα γιατρό… (Σιωπή)
Γριά : Πότε έφυγε ;
Κυρ Θάνος : (Κοιτάζει από το παράθυρο) Έχει δύο ώρες τώρα…
Γριά : Ο γιατρός δεν είναι τόσο μακριά.
Κυρ Θάνος : Τι θες να πεις ;
Γριά : Κάπου αλλού πήγε ο Χρήστος… (Χρόνος) Μίλησε καθόλου ο Ιάκωβος;
Κυρ Θάνος : Δύο τρία λόγια… Κι ύστερα ο Χρήστος έφυγε αμέσως…
Γριά : Πες μου τι του είπε…
Κυρ Θάνος : “Να προσέχεις τη μάνα μου…”
Γριά : Τίποτα άλλο ;
Κυρ Θάνος : “Λυπάμαι…”
Γριά : Ο Χρήστος δεν πήγε για γιατρό… (Χρόνος) Πήγε να το φέρει πίσω…
Κυρ Θάνος : Τι πράγμα ;
(Η γριά σηκώνεται και πάει να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγιάς… Ανάβει ένα καινούργιο κερί..)
Γριά : (Στην Παναγιά) Δεν έχω άλλο, Παναγιά μου… Μη μου τον πάρεις κι αυτόν.
(Ο κυρ Θάνος έρχεται δίπλα της να προσευχηθεί κι αυτός…) (Medium close shot)
Ο Ιάκωβος φαίνεται να ξεψυχά… Η Γριά παίρνει την εικόνα και τη βάζει πάνω στο στήθος του Ιάκωβου.) (Στην έρημο της Λήμνου..) (Full shot)
(Ένας άνθρωπος παλεύει μες στη θύελλα. Περπατά σαν καταδικασμένος αλμπατρός…)
(Αντιστέκεται όμως…) (Medium shot)
Χρήστος : Ήρθα, Ιάκωβε ! (Χρόνος) Μην εγκαταλείπεις τον κόσμο…
(Χρόνος) (Ανοίγει το παλτό του.) Σου έφερα τα φτερά σου, Ιάκωβε ! (Χρόνος) Κανείς πια δε θα τα ματώσει… (Σιωπή) (Πέφτει γονατιστός) Ιάκωβε ! (Σιωπή)
(Μια σκιά έρχεται δίπλα του…)
Ιάκωβος : Δεν έπρεπε να’ρθεις εδώ… (Ο Χρήστος αγκαλιάζει τη σκιά.) Πρέπει να φύγω…
Χρήστος : Όχι ! (Χρόνος) Σου το απαγορεύω ! (Χρόνος) Δεν έχεις το δικαίωμα να πεθάνεις…
Ιάκωβος : Κανείς δεν το έχει, όμως τελικά όλοι το παίρνουμε… (Χρόνος) Όταν η ζωή είναι τόσο άθλια κανείς δε μπορεί ν’αναγκάσει κάποιον να τη ζήσει… (Χρόνος) Αυτό θέλω να πω με το θάνατό μου…
Χρήστος : Το ξέρω… Μα ποιος άλλος θα το καταλάβει ;
Ιάκωβος : Δε μίλησα ποτέ με τους άλλους… Είσαι ο μόνος που άκουσε τον πόνο μου…
Πέθαινα μες στο θόρυβο του κόσμου ενώ τώρα θα ζήσω μες στη σιωπή του…
Χρήστος : Ανήκεις στην ανθρωπότητα, Ιάκωβε ! (Χρόνος) Ποτέ δε θα σ’αφήσω… (Χρόνος) Αν θέλεις να πεθάνεις τότε θα πεθάνουμε κι οι δυο μαζί !
Ιάκωβος : Όχι ! (Χρόνος) Δεν πρέπει… Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που σε χρειάζονται…
Χρήστος : Πρέπει να με βοηθήσεις να τους βοηθήσω…
Ιάκωβος : Χρήστο, δε μπορώ άλλο… την πληγή της ζωής…
Χρήστος : Τότε ζήσε μέσα μου και εγώ θα είμαι η πληγή σου…
(Ακούγεται ο ήχος ενός μπαγλαμά…)
(Η σκιά χύνεται μες στο φως του πύργου)
(Στο σπιτάκι…)
Κυρ Θάνος : Κοίτα, κοίτα !
(Αφήνει το μπαγλαμά του. Ο Ιάκωβος πιάνει την εικόνα, τη φιλά και σηκώνεται.)
Γριά : Τον έφερε πίσω…
(Αγκαλιάζει τον Ιάκωβο.)