440 - Ο ωκεανός του γέροντα
Ν. Λυγερός
(Στο ίδιο μέρος, τα ίδια άτομα όμως όλα είναι διαφορετικά…)
(Medium long shot)
(Η Εύα πάει κοντά στον Αντρέα. Φαίνεται εντελώς χαμένη…)
Εύα : Αντρέα, φοβάμαι… (Ψυθιρίζοντας) Που βρισκόμαστε ;
Αντρέας : Ότι και να σου πω θα το βρεις παράλογο…
Εύα : Δεν πειράζει.. Πες κάτι τουλάχιστον…
Αντρέας : Είμαστε μες στον κόσμο του Χρήστου…
Εύα : (Ήρεμα) Καλά… (Χρόνος) Μα αυτός ο κόσμος που βρίσκεται ;
Αντρέας : Μοιάζει με όνειρο… αλλά δεν είμαι σίγουρος…
(Η γριά τους κοιτάζει και πλησιάζει.)
Γριά : Μην ανησυχείτε, παιδιά μου… Σε λίγο θα γυρίσει ο Χρήστος… (Medium shot)
Λουτσία : Ο Χρήστος, ναι… μα ποιος Χρήστος ;
Γριά : Ο φίλος σας, κόρη μου… (Σιωπή) Ο γέροντας…
Λουτσία : Ο γέροντας ;
Γριά : Έτσι το φωνάζουν εδώ το παιδί μου…
Λουτσία ; Το παιδί σας ;
Γριά : Είναι τόσο νέος ο γέροντας που δε μπορώ να το λέω αλλιώς…
Αντρέας : Περίμενε λίγο, Λουτσία… (Στη γριά) Από πότε το γνωρίζετε ;
Εύα : Τι κάνεις, Αντρέα ;
Αντρέας : Στάσου λίγο και θα καταλάβεις… (Κοιτάζει τη γριά.)
Γριά : Από μικρή… (Χρόνος) Αυτός άναψε το πρώτο κερία.. (Δείχνοντας την Παναγιά) (Close up)
(Κάποιος χτυπά την πόρτα… Η γριά πάει ν’ανοίξει… Όλοι κοιτάζουν την πόρτα.) (Close up)
(Η γριά ανοίγει την πόρτα χωρίς να δούμε τον επισκέπτη…) (Medium long shot)
Γριά : Πέρασε, παιδί μου… (Ένα αγόρι πλησιάζει δειλά. Στο δεξί του χέρι έχει ένα μπαγλαμά…)
Κάθησε, Θάνο… (Χρόνος) Σε λίγο θα’ρθει κι ο Χρήστος… (Χρόνος) Έμαθες το δρόμο ;
Θάνος : Νομίζω…
Γριά : Θα δούμε τι θα πει ο Χρήστος στο μάθημα…
(Το αγόρι σκύβει το κεφάλι του και κοιτάζει το μπαγλαμά του…)
Αντρέας : (Φιλικά) Θάνο, ο Χρήστος είναι ο δάσκαλός σου ;
Θάνος : Ναι, κύριε Αντρέα !
Αντρέας : (Ξαφνιασμένος) Ξέρεις τ’όνομά μου ;
Θάνος : Ο Χρήστος δεν κρύβει τους φίλους του !
Εύα : Και τώρα, Αντρέα, τι έχεις να πεις ;
Αντρέας : Ειλικρινά, δεν ξέρω… (Στο αγόρι) Μήπως ξέρεις και τον Ιάκωβο ;
Γριά : Και βέβαια τον ξέρει ! (Χρόνος) Όλοι ξέρουν τον Ιάκωβο κι ο Χρήστος τους ξέρει όλους !
Λουτσία : Όλα φαίνονται τόσο απλά εδώ…
Αντρέας : Κι εμείς που νομίζαμε πως ήταν δύσκολα στη Θεσσαλονίκη…
Εύα : Τώρα που βρήκαμε το Χρήστο και τον Ιάκωβο, δεν ξέρουμε ποιοι είναι !
Θάνος : Είναι αυτό που θέλετε… Δεν τους πειράζει…
Αντρέας : Μα εσύ πως το ξέρεις ;
Θάνος : Το κατάλαβα… (Σιωπή) Έτσι είναι οι άνθρωποι…
Αντρέας : Ποιοι άνθρωποι ;
Θάνος : Εκείνοι που έχουν φτερά… (Χρόνος) Είναι πάντα ίδιοι…
Αντρέας : Κι οι άλλοι τους βλέπουν πάντα διαφορετικούς.
Εύα : Έχεις κι εσύ φτερά ;
Θάνος : Έχω το μπαγλαμά μου !
Λουτσία : Και οι γονείς σου που είναι ;
Γριά : Πέθαναν στον πόλεμο…
Λουτσία : Συγγνώμη… δεν ήθελα… (Το αγόρι χαμογελά…)
Θάνος : Όλος ο πόνος μου είναι μέσα στο Χρήστο…
Γριά : Ο Χρήστος τον προσέχει από τότε που… (Σιωπή)
Εύα : Δεν αντέχω άλλο…
Αντρέας : Εμείς που βλέπαμε το Χρήστο μοναχικό…
Λουτσία : Είναι μοναχικός σε κάθε κόσμο, σε κάθε εποχή…
Αντρέας : Γιατί βλέπει κάθε κόσμο, κάθε εποχή…
Εύα : Κάθε νησί βλέπει τον ωκεανό του…
Λουτσία : Ενώ ο ωκεανός είναι για όλα τα νησιά…
Θάνος : Ο ωκεανός του γέροντα…
Γριά : Είναι τα δάκρυα του παιδιού !
INSERT : Ο Χρήστος κλαίει στο περιγιάλι, το κρυφό