4836 - Μεγάλωσα σε ξένη γη

Ταράς Σεβτσένκο
Μετάφραση από τα ουκρανικά: Ν. Λυγερός, Γ. Μασλιούκ-Κάκκου

Μεγάλωσα σε ξένη γη,
κι ασπρίζω σε ξένο τόπο:
Στο μοναχικό μου εαυτό
φαίνεται – τίποτα καλύτερο
δεν έχει ο Θεός από το Δνείπερο
και τη δοξασμένη μας πατρίδα…
Μα, βλέπω ότι μόνο εκεί που έχει το καλό,
λείπουμε εμείς. Άτυχη η ώρα
που πρόσφατα έτυχε
να πάω στην Ουκρανία,
σ’ εκείνο το όμορφο χωριό…
Σ’ εκείνο, που η μάνα με φάσκιωνε
μωρό και τη νύχτα
για το κερί του Θεού πάλευε.
Βαριά υπόκλιση έκανε
στην Παναγιά, ζητώντας
ν’ αγαπά, η μοίρα η καλή
το παιδί της… Καλύτερα, μαμά,
που κοιμήθηκες μια ώρα αρχύτερα,
αλλιώς θα καταριόσουν το Θεό
για το πεπρωμένο μου.
Είναι άσχημα πολύ
σ’ εκείνο το όμορφο χωριό.
Πιο μαύρος κι από τη μαύρη γη
πλανιέται ο κόσμος, έχουν ξεραθεί
οι πράσινοι κήποι, σαπίζουν
τα λευκά σπιτάκια, χάλασαν,
οι λίμνες γέμισαν χόρτα.
λες και κάηκε το χωριό,
σα να λάλησαν οι άνθρωποι,
στη γη του αφέντη τους, σαν κωφάλαλοι περπατούν
και τα παιδάκια τους βαστούν!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Κλαίγοντας γύρισα πίσω
στον ξένο τόπο.

Δεν είναι μόνο σ’ ένα χωριό,
αλλά σ’ όλη τη δοξασμένη Ουκρανία,
ανθρώπους βάζουν στο ζυγό
αφέντες πονηροί… Πεθαίνουν! Πεθαίνουν!
Γιοι ιπποτών στο ζυγό,
αυτοί αφέντες όμως οι πανούργοι
στους τοκογλύφους, τους καλούς τους αδελφούς,
το τελευταίο τους παντελόνι πωλούν…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Άσχημα πολύ, φοβερά άσχημα!
Στην έρημο εκείνη να πεθαίνεις.
Μα χειρότερα ακόμα την Ουκρανία
να βλέπεις, να κλαις – και να μη μιλάς!

Μα σα δε βλέπεις αυτή την κακουχία,
παντού σου φαίνεται αγάπη, ησυχία,
και στην Ουκρανία όλα τα κάλλη.
Ανάμεσα στα βουνά ο γέρος, ο Δνείπερος,
σα μικρό παιδί,
δείχνεται, κορδώνεται
σε όλη την Ουκρανία.
Και πάνω του πρασινίζουν
χωριά που φαρδαίνουν,
και στα χαρούμενα τα χωριά
χαίρονται οι άνθρωποι.
Ίσως έτσι να γινόταν,
αν δεν έμενε
ίχνος αφεντικών στην Ουκρανία.
[Δεύτερο εξάμηνο του 1848, Κος-Αράλ]

І ВИРІС Я НА ЧУЖИНІ

Тарас Шевченко

І виріс я на чужині,
І сивію в чужому краї:
То одинокому мені
Здається — кращого немає
Нічого в Бога, як Дніпро
Та наша славная країна…
Аж бачу, там тілько добро,
Де нас нема. В лиху годину
Якось недавно довелось
Мені заїхать в Україну,
У те найкращеє село…
У те, де мати повивала
Мене малого і вночі
На свічку Богу заробляла;
Поклони тяжкії б’ючи,
Пречистій ставила, молила,
Щоб доля добрая любила
Її дитину… Добре, мамо,
Що ти зарані спать лягла,
А то б ти Бога прокляла
За мій талан.
Аж страх погано
У тім хорошому селі.
Чорніше чорної землі
Блукають люди, повсихали
Сади зелені, погнили
Біленькі хати, повалялись,
Стави бур’яном поросли.
Село неначе погоріло,
Неначе люде подуріли,
Німі на панщину ідуть
І діточок своїх ведуть!..
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
І я, заплакавши, назад
Поїхав знову на чужину.

І не в однім отім селі,
А скрізь на славній Україні
Людей у ярма запрягли
Пани лукаві… Гинуть! Гинуть!
У ярмах лицарські сини,
А препоганії пани
Жидам, братам своїм хорошим,
Остатні продають штани…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Погано дуже, страх погано!
В оцій пустині пропадать.
А ще поганше на Украйні
Дивитись, плакать — і мовчать!

А як не бачиш того лиха,
То скрізь здається любо, тихо,
І на Україні добро.
Меж горами старий Дніпро,
Неначе в молоці дитина,
Красується, любується
На всю Україну.
А понад ним зеленіють
Широкії села,
А у селах у веселих
І люде веселі.
Воно б, може, так і сталось,
Якби не осталось
Сліду панського в Украйні
[ІІ половина 1848, Кос – Арал]