4875 - Ησαΐας. Κεφάλαιο 35. Μίμησις
Ταράς Σεβτσένκο
Μετάφραση από τα ουκρανικά: Ν. Λυγερός, Γ. Μασλιούκ-Κάκκου
Χαίρε, χωράφι μου, απότιστο!
Χαίρε, γη μου, που δε σκεπάστηκες
με ανθισμένο κριθάρι! Άνθισε,
με ρόδινο κρίνο, άνθισε!
Θ’ ανθίσεις, θα πρασινίσεις,
σαν τον ιερό Ιορδάνη
λιβάδια πράσινα, οι όχθες!
Κι η τιμή του Καρμίλου, κι η δόξα
του Λιβάνου, απονήρευτη
θα σε σκεπάσει με πανάκριβο
χρυσοΰφαντο, με έντεχνο κεντητό,
με το καλό και τη λευτεριά στολισμένο,
το ωμοφόριό του.
Κι άνθρωποι αγράμματοι, τυφλοί,
τα θαύματα του Θεού θα δουν.
Θα χαλαρώσουν τα σκλαβωμένα
κουρασμένα χέρια,
θα αναπαυτούν
τ’ αλυσοδεμένα γόνατα!
Χαρείτε, δύστυχοι,
μη φοβάστε το θαύμα, —
ο Θεός καταδικάζει· απελευθερώνει
τους υπομονετικούς,
εσάς, τους φτωχούς. Κι αποπληρώνει
τους κλέφτες για τις πράξεις τους!
Και μόνο όταν, Θεέ μου, η ιερή
αλήθεια θα κατέβει στη γη
για μια στιγμή ν’ αναπαυτεί…
Οι τυφλοί θα δουν και οι κουτσοί
σαν τα ζαρκάδια θα ορμήσουν.
Κωφάλαλοι θα μιλούν,
οι λέξεις σα νερό θα τρέξουν.
Κι η έρημος απότιστη ξαφνά
σα με ιαματικό νερό πλυμένη,
θα ξυπνήσει, θα κυλήσουν
χαρούμενα ποτάμια, κι οι λίμνες
με πράσινα άλση θα στολιστούν.
Με το ζωηρό κελάιδισμα πουλιών θα ζωντανέψουν.
Θα αναζωογονηθούν οι στέπες κι οι λίμνες.
Επιτέλους, όχι σκυθρωποί,
μα ελεύθεροι κι οι πλατιοί
οι δρόμοι ιεροί παντού
θα απλωθούν: και δε θα βρουν
αυτούς τους δρόμους οι αφέντες,
μόνο οι δούλοι σε αυτούς τους δρόμους
με ήρεμο κι ωραίο τρόπο
θα μαζευτούν μαζί,
χαρούμενοι και γελαστοί.
Και τότε την ερημιά αυτή θα κατακτήσουν
τα χαρούμενα χωριά.
25 Μαρτίου 1859, [Αγ. Πετρούπολη]
Ісаія. Глава 35
(Подражаніє)
Тарас Шевченко
Радуйся, ниво неполитая!
Радуйся, земле, не повитая
Квітчастим злаком! Розпустись,
Рожевим крином процвіти!
І процвітеш, позеленієш,
Мов Іорданові святії
Луги зелені, береги!
І честь Кармілова і слава
Ліванова, а не лукава,
Тебе укриє дорогим
Золототканим, хитрошитим,
Добром та волею підбитим,
Святим омофором своїм.
І люди темнії, незрячі,
Дива господнії побачать.
І спочинуть невольничі
Утомлені руки,
І коліна одпочинуть,
Кайданами куті!
Радуйтеся, вбогодухі,
Не лякайтесь дива, —
Се бог судить, визволяє
Довготерпеливих
Вас, убогих. І воздає
Злодіям за злая!
Тоді, як, господи, святая
На землю правда прилетить
Хоч на годиночку спочить…
Незрячі прозрять, а кривії,
Мов сарна з гаю, помайнують.
Німим отверзуться уста;
Прорветься слово, як вода,
І дебрь-пустиня неполита,
Зцілющою водою вмита,
Прокинеться; і потечуть
Веселі ріки, а озера
Кругом гаями поростуть,
Веселим птаством оживуть.
Оживуть степи, озера,
І не верстовії,
А вольнії, широкії
Скрізь шляхи святії
Простеляться: і не найдуть
Шляхів тих владики,
А раби тими шляхами,
Без гвалту і крику,
Позіходяться докупи,
Раді та веселі.
І пустиню опанують
Веселії села.
25 березня 1859 [С.-Петербург]