4879 - Στον Ν. Κοστομάροβ

Ταράς Σεβτσένκο
Μετάφραση από τα ουκρανικά: Ν. Λυγερός, Γ. Μασλιούκ-Κάκκου

Την άνοιξη, ο χαρούμενος ήλιος κρυβόταν
στα χαμογελαστά σύννεφα.
Τους αλυσοδεμένους επισκέπτες
τους κερνούσαν με το εγκάρδιο τους τσάι
και άλλαζαν φρουρούς,
κυανοφρουρούς.
Την αμπαρωμένη πόρτα,
τα κάγκελα στο παράθυρο
τα είχα κάπως συνηθίσει
και πλέον δε λυπόμουν,
τα κηδευμένα, ξεχασμένα,
αιματοβαμμένα δάκρυά μου.
Πόσα άραγε είχαν χυθεί
στο άγονο χωράφι. Όμως ούτε χορταράκι,
τίποτα δε φύτρωσε!
Θυμήθηκα το χωριό μου.
Ποιον άφησα εκεί και πότε;
Στον τάφο, τον πατέρα και τη μάνα…
Κι η καρδιά με λύπη πυρώθηκε,
κανείς δε θα με θυμηθεί!
Μα βλέπω – τη δική σου μάνα, αδελφέ μου,
πιο μαύρη κι από τη μαύρη γη,
σα να τη σταυρώσανε, να περπατά…
Προσεύχομαι! Ω, Θεέ μου, προσεύχομαι!
Δε θα πάψω να σε δοξάζω!
Δε θα μοιραστώ με κανέναν
τη φυλακή μου, τις δικές μου αλυσίδες!
1847

Н. Костомарову

Тарас Шевченко

Веселе сонечко ховалось
В веселих хмарах весняних.
Гостей закованих своїх
Сердешним чаєм напували
І часових переміняли,
Синємундирих часових.
І до дверей, на ключ замкнутих,
І до решотки на вікні
Привик я трохи, і мені
Не жаль було давно одбутих,
Давно похованих, забутих,
Моїх кровавих тяжких сльоз.
А їх чимало розлилось
На марне поле. Хоч би рута,
А то нічого не зійшло!
І я згадав своє село.
Кого я там, коли покинув?
І батько й мати в домовині…
І жалем серце запеклось,
Що нікому мене згадати!
Дивлюсь — твоя, мій брате, мати,
Чорніше чорної землі,
Іде, з хреста неначе знята…
Молюся! Господи, молюсь!
Хвалить тебе не перестану!
Що я ні з ким не поділю
Мою тюрму, мої кайдани!
1847