Ελευθερία: Είσαι καλύτερα τώρα;
Σωτηρία: Νομίζω πως ναι.
Ελευθερία: Δεν είπες τίποτα όμως.
Σωτηρία: Σκέφτομαι το παρελθόν.
Ελευθερία: Θυμάσαι;
Σωτηρία: Όχι… Κάτι ξέχασα…
Ελευθερία: Και τώρα το θυμήθηκες;
Σωτηρία: Προσπαθώ…
Ελευθερία: Τι έγινε μετά;
Σωτηρία: Ήρθε να με βοηθήσει…
Ελευθερία: Πάντα έρχεται…
Σωτηρία: Είναι η αλήθεια…
Ελευθερία: Πες μου…
Σωτηρία: Έβλεπα το αίμα να στάζει στον νιπτήρα… Μου κρατούσε τα χέρια. Τα έπλενε μαζί μου… Δεν έβλεπα την εικόνα μου στον καθρέπτη…
Ελευθερία: Τον κοίταζες;
Σωτηρία: Όχι, όχι κοίταζα μόνο το αίμα… Μου φαινόταν μαύρο, σαν μελάνι που ήθελε να γράψει κάτι…
Ελευθερία: Τι είδες;
Σωτηρία: Μια ανάμνηση δεν είμαι σίγουρη…
Ελευθερία: Έβλεπες τη μνήμη σου μέσα στο αίμα;
Σωτηρία: Δεν ξέρω ακριβώς τι έβλεπα αλλά χάρηκα όταν σταμάτησε να τρέχει… Μετά μου τύλιξε το χέρι. Τότε άρχισα…
Ελευθερία: Τι πράγμα;
Σωτηρία: Νομίζω ότι τότε θυμήθηκα κάτι…
Ελευθερία: Δηλαδή;
Σωτηρία: Δεν είναι σημαντικό…
Ελευθερία: Πες μου σε παρακαλώ…
Σωτηρία: Άκουσα τσέλο…
Ελευθερία: Τσέλο;
Σωτηρία: Το παράθυρο ήταν ανοιχτό μάλλον και ακούστηκε από τον δρόμο. Το χάρηκε η ψυχή μου και το είδε. Γι’ αυτό μου είπε να βγούμε έξω.
Ελευθερία: Και βγήκατε;
Σωτηρία: Ανεβήκαμε τις σκάλες, τα πόδια μου δεν ήταν σίγουρα και με κρατούσε. Άνοιξε την πόρτα. Είδα το φως. Στρίψαμε για να βρούμε την πηγή. Τότε αντιλήφθηκα πως τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ τα ίδια πια.