Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα μεγάλο δέντρο στο κέντρο του χωριού. Ήταν πιο ψηλό από τα πιο ψηλά σπίτια. Έτσι όλο το χωριό ήταν στα πόδια του. Μια μέρα είδε να περνά από κάτω του ένα ανθρωπάκι. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Έτσι φαντάστηκε ότι ήταν ένας φτωχός. Εκείνο το ανθρωπάκι που περπατούσε στον ήλιο, ήρθε να βρει σκιά κάτω από το μεγάλο δέντρο. Και αυτό το λυπήθηκε κι έβαλε όσα φύλλα μπορούσε για να μην το χτυπά ο ήλιος. Όμως το ανθρωπάκι δεν κάθισε κάτω από το δέντρο όπως έκαναν όλοι οι κάτοικοι το μεσημέρι. Πήγε κοντά του, ακούμπησε τρυφερά όλη την παλάμη του πάνω στον κορμό και μετά τον φίλησε. Το μεγάλο δέντρο παραξενεύτηκε. Πρώτη φορά κάποιος άνθρωπος έκανε αυτήν την κίνηση. Μετά το ανθρωπάκι έφυγε. Εκείνη τη στιγμή δυο παιδιά το είδαν και το ένα είπε στον άλλο:
– Αυτός φύτεψε το μεγάλο μας δέντρο στην Κατοχή.
Το μεγάλο δέντρο τότε δάκρυσε γιατί δεν είχε αναγνωρίσει τον πατέρα του.
Αλλά το ανθρωπάκι δεν του κράτησε κακία.