Η Αγγελική χλώμιασε μόλις τους είδε αλλά όταν γύρισε το βλέμμα της προς τον Χαμαιλέοντα ηρέμησε.
Είχε μέσα του μία τεράστια γαλήνη.
Της ζήτησαν να τους δώσει τις άδειες για να εξασκήσει αυτό το επάγγελμα.
Άρχισαν να ρίχνουν το φαρμάκι τους σαν να ήταν μια δίωξη κατά μίας μάγισσας ενός άλλου αιώνα.
Αλλά καταλάβαινε ότι είχε μια προστασία
αφού τα λόγια τους
την άφηναν αδιάφορη.
Όλα τα χαρτιά που τους έδειχνε
είχαν το ίδιο φως.
Το χαρακτηριστικό.
Σιγά σιγά άλλαξε και το ύφος των επιθεωρητών. Δεν ήξεραν τι γινόταν…
Δεν είχε η σκέψη τους κάποια συνοχή.
Οι λέξεις που έλεγαν δεν αποτελούσαν προτάσεις.
Δεν υπήρχε καμία λογική.
Η ξύλινή τους γλώσσα είχε τραυματιστεί.
Τελικά έφυγαν χωρίς να καταλάβουν τι είχε γίνει.
Έβαλαν πάνω στα έγγραφα που της έδωσαν τη σφραγίδα: ακίνδυνη.