5495 - Πέτρα και χάρη

Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου

Είχαν ταξιδέψει επί μέρες κατά τη διάρκεια της νύχτας για ν’ αποφύγουν τους βαρβάρους που είχαν καταπατήσει την πατρίδα τους. Δεν έβλεπαν πια τον ήλιο για να φτάσουν στον μαύρο κήπο. Ήταν μόνοι, αλλά μαζί. Το αγόρι κι η μάνα έρχονταν από τη χώρα της πέτρας. Γι’ αυτό και τα παπούτσια τους είχαν παραδώσει ψυχή πάνω στον δρόμο. Ήταν κι οι δυο τους αδύναμοι κάτω από το βάρος της νύχτας, μα δεν είχαν υποταχθεί στους βαρβάρους: σκληροί σαν την πέτρα, απαλοί σαν τη χάρη. Ακόμη κι η συνάντηση με τον δράκο δεν τους εξέπληξε.

Μάνα: Είν’ εδώ… μας περιμένει.
Αγόρι: Ποιος μας περιμένει;
Μάνα: Η πηγή της μνήμης.
Αγόρι: Ο δράκος;
Μάνα: Ώστε δεν ξέχασες… Κι όμως ήσουνα τόσο μικρός.
Αγόρι: Μικρή ή μεγάλη, η πέτρα είναι πάντοτε σκληρή.
Μάνα: Σωστά, αγόρι μου.

Η αντίσταση της χάρης δεν ήταν μάταιη. Ο βάρβαρος ζυγός δεν είχε σπάσει τις πέτρες τις ξεχασμένες από τον Θεό. Εις πείσμα της καταιγίδας, οι άνθρωποι ήταν ακόμη όρθιοι, σαν για να βαστάξουν τον ουρανό που βυθιζόταν κάτω από το βάρος του φεγγαριού. Το αγόρι κι η μάνα του τρύπωσαν μέσα στη σπηλιά τού δράκου. Δεν φοβόντουσαν πια. Ήταν υπό την προστασία του από δω και μπρος. Κι ωστόσο… Η ανάσα του δράκου ήταν παράξενη. Το αγόρι δεν λογάριασε την ανησυχία της μάνας του κι έτρεξε στα σωθικά του άντρου. Η μάνα του προσπάθησε να τον αρπάξει από το χέρι, μα του κάκου, η χαρά να ξαναβρεί επί τέλους τον δράκο ήταν πιο γρήγορη.

Μάνα: Πρόσεχε!
Αγόρι: Μην ανησυχείς, μαμά…

Έπειτα, η φωνή του βυθίστηκε στη σιωπή του δράκου. Και ξαφνικά μετά, άκουσε μια κραυγή.
Στην αρχή νόμισε ότι το παιδί της έπεσε κι όρμησε να τον ξαναπιάσει… Στο τέλος τον είδε. Ήταν όρθιος, μόνο για μια στιγμή …
Τον είδε να γονατίζει δίχως να καταλαβαίνει τη χειρονομία του.

Μάνα: Τι συμβαίνει, μικρό μου;

Το αγόρι δεν απάντησε∙ μόνον άπλωσε το χέρι του σε μια αόρατη κατεύθυνση. Η ανάσα ήταν ακόμη πιο παράξενη. Η μάνα πλησίασε κι εκείνη προς το μέρος … Κι εκεί, διέκρινε τη φρίκη στην όψη του γιού της. Οι βάρβαροι είχαν σταυρώσει τον δράκο. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, ξανασκέφτηκε τον σταυρό του δράκου. Ώστε λοιπόν δεν ήταν θρύλος.

Μάνα: Έλα κοντά μου…
Αγόρι: Γιατί το έκαναν;

Με δυσκολία κρατούσε τα δάκρυά του.

Αγόρι: Είναι ζωντανός ακόμη, δεν είναι;
Μάνα: Οι δράκοι υποφέρουν, μα δεν πεθαίνουν.

Το παιδί όρμησε πάνω στον δράκο δίχως να κρύβει τη χαρά του.

Αγόρι: Είσαι ζωντανός! Είσαι ζωντανός!
Μάνα: Προσοχή, παιδί μου, ο δράκος είναι πληγωμένος.
Αγόρι: Τι μπορούμε να κάνουμε;
Μάνα: Πρέπει να τον κατεβάσουμε από τον σταυρό …
Αγόρι: Μα του έχουν τσακίσει τα χέρια …
Μάνα: Μετά θ’ ασχοληθούμε μ’ αυτά.
Αγόρι: Ναι, μαμά.
Μάνα: Ανέβα, από το πλάι.

Το αγόρι όρμησε κάτω από την ανάσα, ήταν χαρούμενο γιατί ήξερε ότι ο δράκος δεν ήταν νεκρός παρά τις πληγές του. Η μάνα κοίταζε σταθερά το πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν κλειστά ακόμη. Δεν άνοιξαν παρά μονάχα με την ελευθέρωση των φτερών. Η μάνα και το παιδί χαμογέλασαν. Το σύμβολο της αντίστασης δεν υπέκυψε στη βαρβαρότητα. Η μνήμη του λαού ήταν ακόμη ζωντανή εις πείσμα της φρίκης των μαρτυρίων… Ο δράκος ήταν τελικά ελεύθερος.

Αγόρι: Και τώρα;
Μάνα: Έλα κοντά μου… Ναι, έτσι. Θα κάνεις ό,τι κάνω, εντάξει;
Αγόρι: Ναι, βέβαια.
Μάνα: Κοίταξέ με … μια τελευταία φορά …
Αγόρι: Γιατί;
Μάνα: Διότι από δω και μπρος δεν θα είμαστε παρά ένα με τον δράκο.

Η χάρη και η πέτρα άγγιξαν τα πληγωμένα χέρια που μεταμορφώθηκαν σε γροθιές. Μονομιάς ο δράκος σηκώθηκε. Ήταν έτοιμος να πολεμήσει ξανά για τον λαό του.