60157 - Η μοναξιά

Ν. Λυγερός

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια περίεργη μοναξιά, πρωτόγνωρη ακόμα και για αυτόν που ήξερε από τέτοια. Τώρα το έβλεπε ξεκάθαρα ότι οι νεκροί ήταν αόρατοι για τους άλλους ενώ αυτός συνέχιζε να τους βλέπει κανονικά. Αλλά τον ίδιο τον έβλεπαν. Ήταν μόνος μέσα σε αυτή την κοινή τομή. Δεν υπήρχε πια ο κλασικός επιμερισμός των νεκρών και των ζωντανών. Εκείνος έβλεπε τους ζωντανούς και τους νεκρούς μαζί. Οι νεκροί έβλεπαν τους ζωντανούς και οι ζωντανοί έβλεπαν μόνο τον εαυτό τους και εκείνον. Ο καθένας τον θεωρούσε ότι ήταν δικός του γιατί έμοιαζε με αυτούς αλλά κανένας δεν του έμοιαζε. Ήταν ξανά μόνος με την Ανθρωπότητα. Ακόμα πιο βαθιά αλλά πάντα διαφορετικά. Αγκάλιασε τους ζωντανούς παραμένοντας σιωπηλός παρόλο που του μιλούσαν. Σεβόταν τους νεκρούς που περίμεναν να δουν τι θα κάνει. Είχε τις κινήσεις των ζωντανών και τον λόγο των νεκρών. Άγγιζε τους ζωντανούς κι έβλεπε τους νεκρούς. Οι άλλοι είχαν ακούσει για το τροχαίο και ρωτούσαν για τους δικούς τους. Εκείνος τους έβλεπε και τους αγκάλιαζε ακόμα πιο σφιχτά κρατώντας με τα χέρια του τους δικούς του.