Διάβαζε τις νότες
κι έβλεπε τα μυστικά
της γραφής
με το στόμα του
σαν να λάξευε η πνοή του
εκείνο τον ανθρώπινο άνεμο
που διαπερνούσε
το κλαρίνο
για ν’ ακουστεί η ψυχή
που μιλούσε στους αθώους
χάρη στη ξύλινη καμπάνα
που συνέχιζε
τους δακτυλισμούς
πάνω στο ασήμι
για ν’ αγγίξει τις άλλες ψυχές
που δεν είχαν φανταστεί
ότι υπήρχε αυτός ο διάλογος
μεταξύ των ανθρώπων
ενώ ήταν κομμάτι αγάπης
που βοηθούσε
χωρίς κανείς να έχει ζητήσει τίποτα
αλλά γιατί υπήρχε η ανάγκη
μιας άγνωστης βοήθειας
της αγάπης δίχως όρια.